Τά κούλουμα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς

Ἦταν κάτι ὡραῖα χρόνια, πού δέν εἴχαμε «δημόσια πρόσωπα» ὅπως ἡ Σοῦπερ Κική, οὔτε ὑπῆρχαν ὁ Μπισμπίκης καί ἡ Βανδῆ νά φιλιοῦνται στήν πίστα καί οἱ «πιστοί» (ἐκ τοῦ «πίστα») νά ἀπαθανατίζουν μέ τά κινητά τό «φιλί τῆς φωτιᾶς».

Κι ἐκεῖνα τά χρόνια, τήν Καθαρά Δευτέρα, μαζευόμασταν δύο οἰκογένειες καί σκαρφαλώναμε στήν καρότσα τοῦ φορτηγοῦ τοῦ φίλου μας ἐργολάβου Βαρωνάκη καί πηγαίναμε ἐκδρομή στό Μπάφι (σήμερα λέγεται Κρυονέρι καί εἶναι μιά ἀκριβή κάντρυ σάιντ περιοχή) γιά τά Κούλουμα. Ἦταν φίλος τοῦ πατέρα μας, συμπατριώτης τοῦ Ἀρκά, ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ, ὁ ὁποῖος θά μᾶς φιλοξενοῦσε. Καί ἀποβραδίς τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω, ἡ κάθε οἰκογένεια ἑτοίμαζε τά δικά της «νηστήσιμα».

Ντολμαδάκια γιαλαντζί, πού τά τυλίγαμε μέ ἐπιμέλεια τά παιδιά, γιά νά τά τακτοποιήσει ἡ μεγάλη μας ἀδελφή στήν κατσαρόλα, χταπόδι κρασᾶτο, νά σιγοβράζει στήν φωτιά καί νά μυρίζει περίεργα ὅλο τό σπίτι, ταραμοσαλάτα, πού μοῦ ἔβγαινε ἡ πίστη νά τήν χτυπήσω σάν μαρέγκα, καθ’ ὅτι τότε δέν ὑπῆρχαν μίξερ. Εἶχε κι ὁ πατέρας ἑτοιμάσει ὅπως κάθε χρόνο τό μελιτζανάκι τουρσί, εἴχαμε καί πίκλες καί πατάτες βραστές. Καί οἱ Βαρωνάκηδες θά ἔφερναν καί τά δικά τους, ἦταν πιό εὔποροι ἐκεῖνοι, ἔφερναν καί γαρίδες, καί ἡ γιαγιά μας εἶχε καί μιά συνταγή γιά πιλάφι μέ μύδια (σήμερα τό λένε μυδοπίλαφο) καί τά τακτοποιούσαμε ὅλα σέ τζετζερέδες, φασκιωμένους μέ πετσέτες (τότε δέν ὑπῆρχαν τάπερ) καί ὅλη αὐτή ἡ κουστωδία ξεκινοῦσε χαράματα.

Τό φορτηγό, ἕνα παλιό IFA, ἀναστέναζε στίς ἀνηφόρες, καμμιά φορά σταματούσαμε στόν δρόμο γιά νά προσθέσει ὁ Βαρωνάκης νερό στό ψυγεῖο πού ἔβραζε. Καί σέ δύο καί πλέον ὧρες φτάνουμε στό χωριό, χωματόδρομος μέ τό γηραλέο ὄχημα νά χοροπηδᾶ στίς πέτρες καί νά κουνάει σάν φορτηγοποστάλι στήν Φαλκονέρα.

Καί σέ ὅλον τόν δρόμο, ἡ μάνα μας νά μᾶς κάνει μάθημα –«νά εἶστε καλά παιδιά, νά μιλᾶτε στόν πληθυντικό», καί ἐμεῖς νά στενοχωριόμαστε πού θά τρώγαμε ὑποχρεωτικῶς τά νηστήσιμα, πού δέν ἦταν καί τόσο τῆς ἀρεσκείας μας.

Κάποια στιγμή, μέ τόν καιρό ἀνοιξιάτικο, φτάνουμε στόν περίβολο τῆς ἐκκλησίας, ὅπου ὁ παπᾶς εἶχε στήσει τό σκηνικό γιά τό γλέντι. Εἴχαμε πάρει μαζί καί τό φορητό πικάπ, πού μόλις εἴχαμε ἀποκτήσει, ἕνα “teppaz” μέ καρό ὑφασμάτινη ἐπένδυση, μέ τό ἠχεῖο ἀποσπώμενο, πού τό κρέμασα ψηλά, ἀνεβαίνοντας στό μεγάλο πεῦκο τοῦ προαυλίου τοῦ ναϊδρίου, ἀλλά καί δίσκους μέ ἐθνικούς χορούς.

Κι ἐκεῖ πού εἴχαμε ἀκόμη στίς αἰσθήσεις μας τήν μυρωδιά τοῦ βρασμένου χταποδιοῦ καί τοῦ ταραμᾶ, σπάζουν τίς μύτες μας ὀσμές θεῖες, ἀπό κοψίδια! Καί μᾶς ὑποδέχεται ὁ παπᾶς, κραδαίνων παϊδάκι καί τήν μποτίλια μέ τό κόκκινο τό κρασί στό χέρι.

Ὁ πατέρας, ἔκπληκτος, καθώς εἶχε ξενυχτήσει γιά νά ἑτοιμάσει τά «Σαρακοστιανά», σχεδόν ἐπιπλήττει τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς.

– Βρέ, παπᾶ μου, τί εἶναι αὐτά; Κρέατα ψήνεις Καθαροδευτεριάτικα;

Καί ὁ καλοκάγαθος ἱερέας, μέ ἀφοπλιστική ἁπλότητα, τείνει τό παϊδάκι πρός τόν ἰατρό καί ἀναφωνεῖ.

– Μά, γιατρούλη μου. Γιατί τήν λέμε «Καθαρά Δευτέρα;». Διότι καθαρίζομεν ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἀπό τήν περίοδον τῶν Ἀπόκρεω! Καί ἁρπάζοντας ἕνα μπαστονάκι σαλάμι τοῦ ἀέρος ἀπό τό τραπέζι, ψέλνει ἀπολυτίκιον: «Ἅρπα λουκάνικα-χῶσε στήν μάνικα»!

Οἱ μεγάλοι δέν ἐνθυμοῦμαι ἐάν δοκίμασαν τά κρεατικά. Ἐμεῖς, ὅμως, εὐχαριστηθήκαμε παϊδάκια καί ἀλλαντικά μέ τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας!

Απόψεις

Βερολῖνο: Δίνει φύλλο πορείας γιά τήν Ἑλλάδα σέ χιλιάδες μετανάστες

Εφημερίς Εστία
Ἀπόφασις τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου αἴρει τό τελευταῖο νομικό ἐμπόδιο γιά τήν ἔναρξη ἐπιστροφῶν – Πρό τῶν ἐπιπτώσεων τῶν συμφωνιῶν τοῦ Δουβλίνου γιά μία ἀκόμη φορά ἡ χώρα μας

Ἀνάστασις καί ἐπανάστασις

Εφημερίς Εστία
ΑΥΤΕΣ τίς ἡμέρες τῶν Ἁγίων Παθῶν, ἄς ὑψωθῶμεν δι’ ὀλίγον ὑπεράνω τῶν φροντίδων τῆς ὑλικῆς ζωῆς.

Κλιμακώνονται οἱ ἀντιδράσεις τῆς Τουρκίας στήν θαλάσσια χωροθέτηση

Εφημερίς Εστία
Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ἀντίδρασις τῆς Τουρκίας μετά τήν ἀνακοίνωση τοῦ Θαλάσσιου Χωτοταξικού Σχεδιασμοῦ ἀπό τήν ἑλληνική Κυβέρνηση δέν υἱοθετήθηκε καί ἀπό τά τουρκικά ΜΜΕ, τά ὁποῖα φοβοῦνται ὅτι ἀκόμη καί οἱ τουρκικές παραλίες σέ Σμύρνη καί Ἀϊβαλί θά εἶναι ἀπλησίαστες γιά τούς Τούρκους.

Ἄς τά δοῦμε ὡς Παράδοση καί Παρακαταθήκη

Δημήτρης Καπράνος
«Σήμερα μαῦρος οὐρανός, σήμερα μαύρη μέρα» λέει ὁ λαός, ὁ ὁποῖος –παρά τίς ἐπίμονες προσπάθειες τῶν «προχωρημένων»– θά γεμίσει τό πρωί τούς ναούς γιά τήν Ἀποκαθήλωση, καί τό βράδυ θά ἀκολουθήσει τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου.

Σάββατον, 17 Ἀπριλίου 1965

Εφημερίς Εστία
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΟΥ ΚΟΥΦΟΥ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ!