Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 30 Ἰανουαρίου 1923
Εἶχα ὑποσχεθῇ, μετά τήν σοβαράν πλευράν τοῦ Δημοσίου Λυσσιατρείου –τοῦ ὁποίου ἔγινα μοιραῖος πελάτης– νά παρουσιάσω καί τήν εὔθυμον πλευράν του. Διότι, μή νομίζετε ὅτι δέν διασκεδάζομεν ὡς ἐκ περισσοῦ, εἰς τήν μακρυνήν αὐτήν γωνίαν τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου μᾶς ἀνοίγουν Ἀρτεσιανά φρέατα εἰς τήν κοιλίαν μας, ὡς νά ἦτο τό Θριάσιον Πεδίον, κατά τήν παλαιάν παρομοίωσιν τοῦ ἀλησμονήτου Κουσουλάκου. Ἐν πρώτοις, ἔχομεν τό εἰδικόν ὄχημα, εἰς τήν γραμμήν Βοτανικοῦ, τό ὁποῖον θά ἠμποροῦσε νά ὀνομασθῇ καί ὄχημα τῶν λυσσασμένων, ὅπως ὀνομάζεται τραῖνον τῶν συζύγων, εἰς πολλάς Εὐρωπαϊκάς πόλεις, ἡ ἁμαξοστοιχία τοῦ Σαββάτου, ἡ μεταφέρουσα τούς ἀτυχεῖς συζύγους εἰς τάς ἐξοχάς καί τάς λουτροπόλεις. Ἀπό τάς 9-11 τό πρωί τά ὀχήματα τοῦ ὑπ’ ἀρ. 10 τράμ, τά φθάνοντα μέχρι τοῦ Βοτανικοῦ, μεταφέρουν δύο εἴδη ἀνθρωπίνων δυστυχιῶν: Τούς ἀποστράτους καί τάς στρατιωτικάς χήρας, ποῦ πηγαίνουν μέ ἀκολουθίαν ἀνηλίκων ὑπηρετριῶν, καλαθιῶν καί νταμεζανῶν εἰς τάς στρατιωτικάς τροφαποθήκας πρός προμήθειαν τῶν εὐθηνῶν τροφίμων, ποῦ τούς προσφέρει τό Κράτος, καί τούς λυσσοδήκτους. Μετά τήν ἀβαρίαν τῆς στάσεως τῶν τροφαποθηκῶν, εἰς τό κίτρινον ὄχημα ἀπομένουν μόνον οἱ ἄνθρωποι μέ τά ἐπικίνδυνα δόντια.
Εὐτυχῶς, ἐκτός τοῦ ὅτι γνωριζόμεθα πλέον μεταξύ μας, εἴμεθα καί ἐντελῶς ἀκίνδυνοι πρός ἀλλήλους. Οὐαί ὅμως εἰς πάντα ἀμόλυντον!
-Κύριε, εἶσθε λυσσασμένος;
-Ὄχι, δόξα τῷ Θεῷ.
-Παραμερῖστε νά περάσουν οἱ λυσσασμένοι. Αὐτό εἶνε δικό μας βαγόνι.
Ἐννοεῖται, ὅτι ὑπάρχουν καί οἱ τολμηροί, πού ἀψηφοῦν τόν κίνδυνον. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς εἶχαν καταλάβει ἕνα πρωί ὅλας τάς θέσεις εἰς τήν στάσιν Βοτανικοῦ.
Ἕνας εὐφυής τούς ἔτρεψεν ὅλους εἰς φυγήν. Εἰσῆλθεν εἰς τό ὄχημα, τρίζων τά δόντια του.
-Βαστᾶτέ με, ρέ παιδιά, γιατί θά φάω κανέναν! Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, τό τράμ ἐξεκενώθη ἀπό τούς παρεισάκτους καί ἀπεμείναμεν μόνον οἱ λυσσασμένοι.
Ἐννοεῖται, ὅτι καί τά εἰδύλλια δέν λείπουν ἀπό τήν ἑστίαν αὐτήν τῆς λύσσης.
-Τούς βλέπετε αὐτούς τούς δύο; μοῦ εἶπε κἄποιος, δακτυλοδεικτῶν ἕνα ζεῦγος, ποῦ εἶχε τραπῇ πρός τούς πρασίνους ἀγρούς.
-Νομίζω, ὅτι κάμνουν θεραπείαν μαζῆ μας. Ἐπιβιβάζονται ἀπό διαφορετικάς στάσεις τῆς πόλεως καί ἀποβιβάζονται οἱ δύο μαζῆ εἰς τήν στάσιν τοῦ Λυσσιατρείου.
Θά τούς δάγκασε φαίνεται τήν ἰδίαν ἡμέραν τό σκυλί.
-Δέν τούς ἐδάγκασε σκυλί, κύριε. Τούς ἐδάγκασεν ὁ Ἔρως. Καί ἐλύσσαξαν, καθώς βλέπετε, ἀμέσως πρίν τελειώσουν τήν θεραπείαν των.
Συμβούλιον συνεκροτήθη ἀμέσως μεταξύ τῶν συναδέλφων διά νά ἐξακριβωθοῦν τά ἑξῆς δύο θεμελιώδη προβλήματα: Τό εἰδύλλιον εἶχεν ἀρχίσει ἄραγε ἐντός τῆς πόλεως καί εὑρέθη ἡ πρόφασις τῆς λύσσης διά νά ἐξασφαλισθῇ ἡ καθημερινή συνάντησις τῶν ἐρωτευμένων; Ἡ μήπως ἡ γνωριμίαν εἶχε γίνει εἰς τό Λυσσιατρεῖον καί οἱ δύο νέοι, ἐνῷ κανεγίνοντο νά θεραπευθοῦν ἀπό τήν μίαν λύσσαν, ἐκόλλησαν τήν ἄλλην; Ἀπεφάσισα νά βολιδοσκοπήσω τόν κ. Γεωργαντᾶν.
-Ὑποθέτω, γιατρέ μου, ὅτι δέν θά σᾶς λείπουν καί τά εἰδύλλια εἰς τό ἐξοχικόν σας ἐργαστήριον. Οἱ ἀγροί ἐμπνέουν!
-Ἀπό εἰδύλλια ἄλλο τίποτε! Φαντασθῆτε, ὅτι κἄποιος μ’ ἐρώτησε μιάν ἡμέραν, ἄν ἡ λύσσα μεταδίδεται ἀπό ἀνθρώπου εἰς ἄνθρωπον μέ τό… φίλημα. Ἐγώ ὅμως τοῦ ἀπήντησα συγκεκριμένως. Τοῦ εἶπα, ὅτι ἀπό ἄνδρα εἰς ἄνδρα δέν μεταδίδεται. Ἀπό γυναῖκα ὅμως εἰς ἄνδρα ὁ κίνδυνος εἶνε μέγας.
Ἐννοεῖται ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ὑποβαλλομένους εἰς θεραπείαν δέν ἔχουν καμμίαν ἀνάγκην θεραπείας.
Ἐκτός τοῦ ὅτι πολλοί ἔχουν δαγκαθῇ ἀπό ἀγνώστους σκύλους, τῶν ὁποίων δέν ἐξηκριβώθη ἡ πάθησις, ὑπάρχουν καί φανταστικοί λυσσόδηκτοι. Ἀφίνω πλέον τούς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι πρός ἐξασφάλισιν μιᾶς ἀδείας δημιουργοῦν τεχνητά δήγματα, κάποτε μέ καρφιά καί κάποτε μέ ξυράφια καί μέ ἀποστάσεις ἀμυχῶν, πού προδίδουν σιαγόνας ἱπποποτάμου μᾶλλον παρά κατοικιδίου ζώου. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄνθρωποι, πού ἔχουν τήν πεποίθησιν, ὅτι ἐμολύνθησαν ἐξ ἀποστάσεως.
Θά πάθουν ἀπό λυσσοφοβίαν, ψυχοπάθειαν τρομεράν, τήν ὁποίαν περιέγραψεν, ὁ μικροβιολόγος κ. Σωτηριάδης εἰς τήν εἰδικήν μελέτην του. Οἱ ἀστειότεροι ὅμως εἶνε οἱ ὑποβαλλόμενοι εἰς θεραπείαν, μέ τήν ἰδέαν, ὅτι δέν ὑπάρχουν τονωτικώτεραι ἐνέσεις ἀπό τάς ἀντιλυσσικάς.
-Σᾶς ἐδάγκασε κ’ ἐσᾶς κανένα σκυλί; Ἐρώτησα πρό ὀλίγων ἡμερῶν κἄποιον νεοφερμένον, γηραλέον συνάδελφον.
-Δηλαδή δέν μ’ ἐδάγκασε κυριολεκτικῶς! Καθώς ἐπερνοῦσεν ὅμως μέ ἄγγιξε μέ τήν οὐράν του.
-Καί ἐννοεῖτε νά κάμετε θεραπείαν;
-Νά σᾶς πῶ, ἀγαπητέ μου. Ἐγώ δέν ἤθελα. Ἐπιμένει ὅμως ἡ γρῃά μου. Ἔμαθε, λέει, ὅτι αἱ ἐνέσεις αὐτές εἶνε πολύ δυναμωτικές. Ἕνα κ’ ἕνα!
Ἄν κατόποπιν ὅλων αὐτῶν, ὑπάρχουν οἱ φανταζόμενοι, ὅτι δέν διασκεδάζομεν ἀρκετά εἰς τό Λυσσιατρεῖον, ἔχουν ἄδικον.