ΤΑ ΑΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΙΚΟΥ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 23 Ὀκτωβρίου 1918

Ἡ θύελλα ἐξερράγη ἐντελῶς ἐξαφνικά εἰς τήν γειτονικήν μου πολυθρόναν τοῦ κουρείου. Ὁ κύριος, ὁ ὁποῖος εἶχε παραδώσει τό τρίχωμά του εἰς τό δρέπανον τοῦ κουρέως, τόν ἀπώθησε μέ μίαν ἀπότομον καί βιαίαν κίνησιν, καί ἀνετινάχθη μέ τῇς σαπουνάδες εἰς τό πρόσωπον. – Τί τρέχει; Τόν ἔκοψε τόν κύριον; ἐρώτησα τόν ἰδικόν μου ἐπισκευαστήν, χωρίς νά ἠμπορῶ νά γυρίσω τό πρόσωπον ἤ νά διακρίνω εἰς τόν καθρέφτην τί ἐπακριβῶς συνέβαινε παραπλεύρως μου.

– Δέν τόν ἔκοψε, κύριε. Ἀλλά, ἕνεκα ἡ γρίππη, βλέπετε, βρίσκουμε κ’ ἐμεῖς τόν μπελᾶ μας. Ὁ διπλανός μου ἐν τῷ μεταξύ ὠρύετο: – Μακρυά, σοῦ εἶπα. Μή μέ πλησιάζεις!…

– Μήν κάνετε ἔτσι, κύριε. Δέν ἔχω τίποτε. Λιγάκι κρυωμένος εἶμαι… διεμαρτύρετο ὁ κουρεύς.

– Εἶσαι καί ἀναιδής, βλέπω. Δέν φτάνει, ποῦ μοῦ φτερνίστηκες μέσα στά μοῦτρά μου, ἀλλά ἐπιμένεις ἀκόμη νά μέ ξυρίσῃς.

– Μά δέν ἔχω τίποτε, κύριε. Σᾶς ὁρκίζομαι στά παιδιά μου.

– Μακρυά, σοῦ λέω. Ἐσύ εἶσαι ἐλεεινός· τά μάτια σου εἶνε κατακόκκινα, ἡ μύτες σου τρέχουν, τό στῆθος σου βράζει. Ἐσύ ἔχεις πνευμονικήν πανώλην, παιδί μου. Νἀρθῇ ἄλλος νά μέ ξουρίσῃ ἤ μᾶλλον νά φύγω μία ὥρα ἀρχήτερα ἀπό ’δῶ μέσα. Μακρυά, μακρυά, σοῦ εἶπα. Καί, ἐν ᾧ ὁ δυστυχής κουρεύς εἶχε γείνει κατακίτρινος ἀπό τήν διάγνωσιν τῆς πνευμονικῆς πανώλους, ποῦ τοῦ εἶχε χαρίσει ὁ ὑποχρεωτικός πελάτης, καί ᾐσθάνετο τώρα κρύα νερά νά τοῦ περιχύνουν τήν ράχιν, ὁ διπλανός κύριος, μισοξυρισμένος, διαρρεόμενος ἀπό σαπουνάδες καί τινάζων ἀπό πάνω του σπασμωδικῶς σεντόνια καί πετσέτες, ἀνέσυρε βιαστικά ἀπό τήν τσέπην του ἕνα κομμάτι καφουρᾶς καί ἤρχισε νά τό εἰσπνέῃ μανιωδῶς. Ἐν τῷ μεταξύ κατέφθασε καί ὁ καταστηματάρχης.

– Τί συμβαίνει, κύριε;

– Τί συμβαίνει; Ρωτᾶς κι’ ὅλα τί συμβαίνει; Ὡραία δουλειά! Ἀλλά ποῦ συνείδησις; Ποῦ ντροπή; Ποιός τήν ἔχασε;

– Μά ἐξηγηθῆτε, παρακαλῶ, κύριε. Μή μᾶς βρίζετε, παρακαλῶ.

– Δέν ἔχω νά ἐξηγηθῶ τίποτε. Ὅταν οἱ ὑπάλληλοί σου, κύριε, πάσχουν ἀπό πνευμονικήν πανώλην, ἔχεις καθῆκον ἤ νά διώξῃς τούς ὑπαλλήλους σου ἤ νά κλείσῃς τό μαγαζί σου. Ὄχι νά δέχεσαι τόν κόσμο μέσα σ’ αὐτό τό σφαγεῖον. Ἀλλά ἔννοιά σου. Θά σέ διορθώσω ἐγώ. – Μά… σᾶς παρακαλῶ…

– Δέν ἔχει μά καί ξεμά. Νά στείλῃς ἀμέσως νά μοῦ φέρῃς ἕνα ἁμάξι νά πάω ἀλλοῦ νά ξουρισθῶ. Ἐβγῆκε μισοξυρισμένος εἰς τόν προθάλαμον, ἐν ἀναμονῇ τοῦ μονίππου, ἀλλά καί ἐξηκολούθει νά εἰσπνέῃ τήν καφουράν του, εἰς τήν ὁποίαν ἀπέδιδε, φαίνεται, θαυματουργούς ἰδιότητας. Ἐπί τέλους, τό μόνιππον ἔφθασε καί ὁ ἄγνωστος ἐτρύπωσεν εἰς τό βάθος του, σπεύδων νά συμπληρώσῃ τό ξούρισμά του εἰς ἀσφαλέστερον περιβάλλον. Ἀλλά ὁ ἀξιολύπητος δέν ἦτο αὐτός. Ἦτο δυστυχής ὑπάλληλος, ποῦ εἶχε τήν ἀτυχίαν νά φτερνισθῇ εἰς τόσον ἀκατάλληλον στιγμήν. Ὅταν ἀποκατεστάθη ἡ τάξις, τόν εὑρήκαμεν πεσμένον ἐπάνω εἰς ἕνα κάθισμα μέ ὕφος ἀνθρώπου πνέοντος τά λοίσθια.

– Ὤχ! ὁ καϋμένος, ὤχ! Πεθαίνω. Δέν εἶμαι καλά. Τά παιδάκια μου. Θά τ’ ἀφήσω στούς δρόμους τά παιδάκια μου. Ὤχ! Καί ἔκλαιε μέ λυγμούς. Ἕνας ἐκ τῶν ξυριζομένων τότε, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἦτο ἰατρός, ἐπλησίασε τόν ἀγωνιῶντα ἄνθρωπον.

– Τί ἔχεις, παιδί μου; Τί αἰσθάνεσαι;

– Πεθαίνω, γιατρέ μου, πεθαίνω. Δέν εἶμαι καλά. Σῶσέ με…

– Δέν ἔχεις, παιδί μου, τίποτε, ἀπεφάνθη. Μή φοβᾶσαι. Ἐσύ εἶσαι ἐντελῶς ἀπύρετος.

Ὁ καταστηματάρχης ἐπλησίασε περίφοβος καί ἠρώτησεν ἐμπιστευτικῶς τόν ἰατρόν.

– Πῶς τόν βλέπεις, γιατρέ μου;

– Πῶς νά τόν βλέπω; Δέν ἔχει ἀπολύτως τίποτε. Ἕνα ἁπλό συνάχι…

– Δέν εἶνε λοιπόν πνευμονική πανώλης; Ὁ ἰατρός ἐχαμογέλασε.

– Ὤχ! ὁ καϋμένος… Τά παιδάκια μου… Πεθαίνω… Ἐκλήθη, ἐπί τέλους, καί δεύτερον μόνιππον καί ὁ φανταστικός ἑτοιμοθάνατος ἀπεστάλη ὑπό συνοδείαν εἰς τό σπίτι του. Τήν ἐπαύριον, περαστικός ἀπό τό κουρεῖον, ἐμπῆκα νά μάθω τήν ἔκβασιν τῶν πραγμάτων.

– Τί ἀπέγεινε λοιπόν; ἐρώτησα τόν καταστηματάρχην. Πέθανε κανένας ἀπό τούς δύο;

– Κανένας! μοῦ εἶπεν ὁ καταστηματάρχης. Ὁ ὑπάλληλός μου εἶνε μέσα καί ἐργάζεται. Ὁ ἄλλος ἐπέρασε πρό μιᾶς ὥρας ἀπέξω. Πέθανε ὅμως ὁ καϋμένος ὁ γιατρός. Ποιός νά τὤλεγε;

– Ποιός γιατρός;

– Ὁ γιατρός, καλέ, ποῦ ἤτανε χθές ἐδῶ. Δέν θυμᾶσθε; Ἐκεῖνος ὁ γηραλέος κύριος, ποῦ κύτταζε τόν ὑπάλληλο.

– Βρέ τόν κακομοίρη! Καί ἀπό τί πέθανε; Ἀπό γρίππη;

– Ὄχι ἀπό γρίππη, καλέ! Τοῦ ἦλθε κόλπος, λέει, κ’ ἔμεινε στόν τόπο.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Ὁ Μητροπολίτης Γαβριήλ ὑπεδέχθη τόν κ. Χρυσοχοΐδη στό «Ἰωνικό Κέντρο»

Εφημερίς Εστία
Ο Υπουργός Προστασίας τοῦ Πολίτη κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ἐπεσκέφθη τόν χῶρο τοῦ «Ἰωνικοῦ Κέντρου» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Ἰωνίας, ὅπου τόν ὑπεδέχθη μέ θέρμη ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Γαβριήλ, παρουσίᾳ τοῦ Μητροπολίτου Ἰωαννίνων κ. Μάξιμου.

Ἠθικές ἀρχές γιά τόν ἀλγόριθμο!

Εφημερίς Εστία
«Ταπείνωση, κατανόηση, ἀγάπη, μή διάπραξη τοῦ κακοῦ – Κάποιος νά “κατηχήσει” τά chatbots – Ἀδύνατος ὁ ἔλεγχος ἀπό κοινωνία βυθισμένη σέ σκάνδαλα διαφθορᾶς»

Ἡ ματαίωσις τοῦ καλωδίου παγιώνει τήν θέση τῆς Τουρκίας στήν Μεσόγειο

Εφημερίς Εστία
Μέ τήν διελκυστίνδα συσκέψεων καί τίς διαβεβαιώσεις περί ἀρίστων σχέσεων μεταξύ Ἀθηνῶν καί Λευκωσίας δέν ἀλλάζει ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων σχετικῶς πρός τό καλώδιο ἠλεκτρικῆς διασυνδέσεως Ἑλλάδος-Κύπρου.

Τουρκολιβυκό καί ψευδοκράτος ἀναγνωρίζει ἔκθεσις τῆς ΕΕ

Εφημερίς Εστία
Κατεπείγουσα ἐρώτηση στήν Κομμισιόν καί τήν Ὑπάτη Ἐκπρόσωπο γιά τήν εὐρωπαϊκή ἄμυνα Κάγια Κάλλας ὑπέβαλε ὁ Γιάννης Μανιάτης, ἐπί κεφαλῆς τῆς εὐρωομάδος τοῦ ΠΑΣΟΚ.

Ὁ Ἀλέξης, ὁ Ζαμπέτας, ὁ Τριπολίτης καί ὁ Ἐγγονόπουλος

Δημήτρης Καπράνος
Ἐκτός ἀπό τό σωστό λαϊκό τραγούδι, μᾶς ἀρέσει καί ἡ λαϊκή σοφία.