«Αὐτός εἶναι πού ἔζησε τήν ἔξαψη τῆς ἀγάπης, πού ἔζησε τήν χαρά τῆς μυστικῆς πείρας καί πού κατελύθη ἡ ὕλη του σ’ αὐτόν τόν σκοπό, δηλαδή νά ἀναλωθεῖ ἡ ζωή του στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου.
Τόν πολέμησαν μέ ὅ,τι ὅπλα εἶχαν ἰσχυρά στή διάθεσή τους (ὁ ναυτικός ὅρος «μπομπάρδες τρικάταρτες», πού μᾶς μεταφέρει στήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, προσδίδει τό ἰθαγενές στίγμα), γιατί εἶχε μιά ἀγάπη, μιά κατάφαση τῆς χαρᾶς τῆς ζωῆς. Ἕνα συγκεκριμένο καλοκαίρι ἔνιωσε βαθιά μές στήν ψυχή του τήν πρόσκληση τοῦ ἔρωτος καί μέσα του ἡ μέχρι τότε ἄγνωρη ζωή φωτίστηκε ἀπό ἕνα καινούργιο φῶς.»
Τήν ἀνάλυση αὐτή τῶν στίχων τοῦ Ἐλύτη ἀπό τό «Ἄξιον Ἐστί» καί συγκεκριμένα τῶν στίχων πού μελοποίησε ὁ Μίκης Θεοδωράκης («Τῆς ἀγάπης αἵματα»), δέν θυμᾶμαι ἀκριβῶς ποῦ τήν ἔχω διαβάσει, ἀλλά τήν ἔχω σημειώσει γιατί μέ ἐντυπωσίασε πραγματικά.
Αὐτό τό ἆσμα μέ αὐτά τά νοήματα, ἕνα ἆσμα κατά βάσιν ἐρωτικό, πού εἶναι ὠδή στήν ἔκρηξη ἑνός ἐρωτευμένου ἀνθρώπου, ἀφιέρωσε ἡ σπουδαία ἑρμηνεύτρια Μαρία Φαραντούρη, στήν ὑπουργό Πολιτισμοῦ Λίνα Μενδώνη κατά τήν διάρκεια τῆς συναυλίας στό Μικρό Θέατρο τῆς Ἐπιδαύρου.
Ἡ Μαρία Φαραντούρη, σύζυγος τοῦ Τηλέμαχου Χυτήρη, ὑφυπουργοῦ Πολιτισμοῦ ἐπί ὑπουργίας Παύλου Γερουλάνου, ἔκανε μία φιλοφρόνηση πρός τήν γυναῖκα πού ἦταν τότε γραμματεύς τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ καί πού εἶναι σήμερα ὑπουργός.
Ἔ, αὐτό τό τραγούδι, αὐτόν τόν στίχο, αὐτή τήν εὐγενῆ ἐνέργεια ἑνός καλλιτέχνη χωρίς συμπλέγματα, χρησιμοποίησαν οἱ αἰώνιοι δῆθεν προοδευτικοί γιά νά ἐνσπείρουν γιά μία ἀκόμη φορά τόν διχασμό στό ἀτυχές ἑλληνικό πόπολο.
Εἶναι δυνατόν νά ξεχνοῦν ὅτι τούς γνωρίζουμε πολύ καλά ὅλους; Οἱ περισσότεροι ἀπό δαύτους, οἱ ὁποῖοι ξεσηκώθηκαν ἐπειδή ἡ Μαρία Φαραντούρη (ἡ ὁποία δέν χρωστᾶ τίποτα σέ κανέναν) «πρόδωσε» τίς ἰδέες της καί ἀφιέρωσε τραγούδι σέ ἕνα μέλος μιᾶς κεντροδεξιᾶς κυβερνήσεως, ἦταν βολεμένοι ἐπί κυβερνήσεως πατρός Μητσοτάκη, ἀλλά καί μέ ἄλλες μή ἀριστερές καταστάσεις.
Λές καί ξεχνᾶμε ἐμεῖς πού τά ἔχουμε ζήσει ἀπό ποιούς κατακλύσθηκαν τήν ἐποχή τοῦ ’89 τά «δεξιά» δημοτικά καί τά πρῶτα ἰδιωτικά ραδιόφωνα.
Γιά νά τελειώνουμε μέ αὐτές τίς ἀηδίες, ἡ Μαρία Φαραντούρη ἔχει ἑρμηνεύσει ὄχι μόνον «Ἄξιον Ἐστί», ἀλλά καί «Κάντο Χενεράλ», ἔχει συγκλονίσει τό εὐρωπαϊκό κοινό ὅταν συνεργάσθηκε μέ τόν μοναδικό κιθαριστή Τζών Οὐίλλιαμς, ἔχει ὀργώσει τήν Εὐρώπη, τήν ἐποχή πού πολλοί ἀπό τούς …ἐξεγερθέντες λόγῳ τῆς ἀφιερώσεως στήν Μικρή Ἐπίδαυρο, εἶχαν τό στόμα κλειστό ἤ ἦταν καί τότε βολεμένοι, καί δέν ὀφείλει νά δώσει λογαριασμό σέ κανέναν.
Εἶναι ἀπαράδεκτο, φθηνό καί χαμερπές τό νά φθάνεις στό σημεῖο νά χρησιμοποιεῖς ὡς ὅπλο ἐκτοξεύσεως χολῆς τό ἀφιέρωμα τοῦ Ἐλύτη σέ μιά ἀπό τίς γυναῖκες πού ἀγάπησε στήν ζωή του.
Εἶναι ἀπαράδεκτο νά ἐπιτίθεται ἡ δῆθεν ἀριστερά σέ μιά παγκοσμίου ἐμβελείας καλλιτέχνιδα, μόνο καί μόνο γιά νά ὁδηγηθοῦμε σέ ἐποχές διχασμοῦ, ἐποχές ἐμφυλίων σπαραγμῶν, ἐποχές στίς ὁποῖες δέν ἔπρεπε νά γίνεται ἀναφορά σέ στιγμές ὅπως ἐκείνη τῆς Μικρῆς Ἐπιδαύρου.
Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Ἐλύτης δέν ἦταν ἀριστερός, ὅτι ὁ Μίκης Θεοδωράκης ὑπῆρξε ἐκτός ἀπό βουλευτής τοῦ ΚΚΕ καί ὑπουργός τοῦ Κωνσταντίνου Μητσοτάκη καί ὅτι ἡ Μαρία Φαραντούρη ὑπηρέτησε τήν τέχνη καί στρατεύθηκε μόνο μέ τήν δημοκρατία καί ὄχι μέ τόν διχασμό.