Μοιραῖα, τέτοιες μέρες, οἱ μεγαλύτεροι ἀνατρέχουμε στό παρελθόν
Ἡ νοσταλγία, ἐξ ἄλλου, εἶναι χαρακτηριστικό τῶν ἐποχῶν πού εἶναι δύσκολες, ὅπως ἡ περίοδος τήν ὁποία, ἐδῶ καί μία δεκαετία, διανύουμε. Θά ἤμουν, πού λέτε, δέκα ἐτῶν ἐκείνη τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων. Εἶχα πεῖ τά κάλαντα ἀπό νωρίς, εἶχα μαζέψει τό κομπόδεμα, κανά ἑξηντάρι δραχμές, πού θά τίς φύλαγα, μαζί μέ ἐκεῖνες πού θά μάζευα τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς, γιά νά ἀγοράσω ἕνα «Μεκανό», τό παιγνίδι ἐκεῖνο μέ τίς βίδες καί τά παξιμάδια, πού ἔφτιαχνε διάφορες κατασκευές… Εἶχα ὅμως κι ἄλλη, μεγάλη χαρά. Ὁ μεγάλος μου ἀδελφός, ὁ Γιῶργος, ἠλεκτρολόγος στά καράβια, θά μέ ἔπαιρνε μαζί του, νά περάσω τή νύχτα «στό καράβι του», στό Πέραμα, γιατί ἦταν «βάρδια» καί θά γυρίζαμε σπίτι τό ἑπόμενο πρωί. Ἤμουν σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό. Καί ὁ Καββαδίας, ὅταν ἔγραφε «Μάνα, θά πάω στά καράβια», ἐμένα εἶχε στό μυαλό του… Καί πῆγα. Καί μαγεύτηκα! Ἀκόμη θυμᾶμαι τήν μικρή, καλογυαλισμένη, καμπανίτσα στό ρυμουλκό «Kitty» τῆς οἰκογένειας Βερνίκου (χαιρετῶ σας Νῖκο, Γιῶργο, Κίττυ), ὅπου ἔκανα τό πρῶτο μου «μπάρκο»! Σάν νά τήν ἔχω μπροστά μου, ἔγραφε «Ηull», τήν πόλη στό ναυπηγεῖο τῆς ὁποίας χτίστηκε, στήν Ἀγγλία καί εἶχε ἕναν ἦχο γλυκύτατο… Δέν θά πρέπει νά κοιμήθηκα ὅλη τή νύχτα! Εἶχε προηγηθεῖ ἡ ξενάγηση σέ κάθε γωνιά τοῦ μικροῦ πλεούμενου, πού στά δικά μου μάτια ἦταν ὑπερωκεάνιο! Ἡ γέφυρα, τό πηδάλιο, ἡ μηχανή, τά ἔμβολα, ὁ κινητήρας, οἱ μεγάλοι διακόπτες γιά τό ρεῦμα. Ἔκσταση! Οἱ καμπίνες τοῦ πληρώματος! Μοῦ φάνηκαν καλύτερες καί ἀπό τήν «λούξ» θέση τοῦ «Ὀλυμπία» καί τοῦ «Βασίλισσα Φρειδερίκη»! Καί ἡ μικρή κουζίνα, ὅπου φτιάξαμε τήν καραβίσια μακαρονάδα, καλύτερη κι ἀπό τοῦ «Χίλτον» κι ἄς μήν εἶχε ἀκόμη χτιστεῖ! Κι ἦρθε τό βράδυ. Μέ μοναδικό φῶς τό καντῆλι, πού ἔκαιγε στό εἰκονοστάσι τῆς μικρῆς καμπίνας. Κουκουλωμένος μέ τήν χοντρή, στρατιωτική κουβέρτα, ἄκουγα τά σκοινιά νά τρίζουν, μελωδία ἀπό τίς χορδές ἑνός ὑπερκόσμιου βιολοντσέλου. Καί ποιόν δέν ἀντάμωσα ἐκεῖνο τό βράδυ… Τόν καπετάνιο Ἔιαμπ, μέ τό ξύλινο πόδι, ἀφοῦ τό δικό του τό εἶχε ἁρπάξει ὁ Μόμπι Ντίκ, τόν Ζιγιά, ἀπό τούς «Ἐργάτες τῆς Θάλασσας» τοῦ Οὑγκώ, τόν πειρατή Λαφίτ, τόν κουρσάρο Τζών Σίλβερ, «Γιό-χό-χό, κι ἕνα μπουκάλι ροῦμι!»…
Ἀξημέρωτα, ξύπνησε ὁ ἀδελφός μου. «Κοιμήθηκες καλά;» ρώτησε. «Καλύτερα κι ἀπό τό σπίτι» τοῦ εἶπα. Κι ἔλεγα ἀλήθεια… Σέ λίγο ἦλθε ὁ συνάδελφος πού θά ἄλλαζε τόν ἀδελφό μου στή βάρδια. Ἀφήσαμε τό «Kitty» καί γυρίσαμε. Στό σπίτι ἦταν ὅλα ἕτοιμα. Ἡ γαλοπούλα, τό κρασί, οἱ πατάτες, τά τσουρέκια…
– Σοῦ ἄρεσε ἡ ναυτική περιπέτεια, Δημητράκη; ρώτησε ὁ πατέρας μέ ἐνδιαφέρον.
– Ἐγώ ὅταν μεγαλώσω θά γίνω καπετάνιος! τοῦ εἶπα μέ στόμφο…
Στά 18 ἔβγαλα «Ναυτικό φυλλάδιο», ἀλλά δέν μπαρκάρισα ποτέ. Μέ ἔθελξαν περισσότερο τά καλά τῆς στεριᾶς. Τό 1974 ὁ Τζώρτζης Ἀθανασιάδης μοῦ ἀνέθεσε τό «Ναυτιλιακό» ρεπορτάζ στήν «Βραδυνή» του. «Ξέρεις ἀπό θάλασσα, ρέ Πειραιώτη;» μέ ρώτησε. «Ἔχω καί φυλλάδιο» ἀπάντησα. Καί μπαρκάρισα…