Σᾶς γράφω ἀπό ἕνα ὀρεινό χωριό τοῦ Ρεθύμνου, τό Σπήλι. Καλεσμένος τοῦ παλιοῦ μου συμμαθητῆ Μανώλη Ἀνυφαντάκη, ξεκίνησα ἀπόγευμα ἀπό τό κέντρο τοῦ Ρεθύμνου.
Ἐκεῖ, στήν πόλη τοῦ Ρεθύμνου, συναντήθηκα μέ ἄλλους παλαιούς φίλους, ἀπό τόν Πειραιᾶ. Τόν Γιῶργο καί τόν Νῖκο Μολδοβανίδη, πού ζοῦν ἀπό χρόνια στό Ρέθυμνο καί ἀσχολοῦνται –μέ ἐπιτυχία– μέ τίς ξενοδοχειακές ἐπιχειρήσεις. Ἤρεμοι, μέ ἐντελῶς διαφορετικούς ρυθμούς καί ἄποψη γιά τήν ζωή, θυμήθηκαν μαζί μου τά παιδικά μας χρόνια. Τόν φοῦρνο τοῦ πατέρα τους, τοῦ Θανάση, ὁ ὁποῖος μετεῖχε στό διοικητικό συμβούλιο τῆς θρυλικῆς «Δόξας» Πειραιῶς, μιᾶς ὁμάδας ἡ ὁποία ἱδρύθηκε τό 1922, δηλαδή ἕναν χρόνο νωρίτερα ἀπό τόν μεγάλο Ἐθνικό καί τόν σπουδαῖο Ὀλυμπιακό, ἀλλά δέν εὐτύχησε νά γιγαντωθεῖ ὅσο οἱ «μεγάλοι» τοῦ πειραϊκοῦ ποδοσφαίρου. Θυμήθηκα τότε, τό 1981, ὁ πατέρας τοῦ Νίκου, μοῦ εἶχε τηλεφωνήσει καί μοῦ εἶχε πεῖ «κοίταξε νά βάλουμε τόν Νῖκο σέ καμμιά δουλειά στό δημόσιο γιατί ἔχει πάει νά σπουδάσει τουριστικά στό Παρίσι. Ἀκοῦς ἐκεῖ, τουριστικό ἐπάγγελμα εἶναι αὐτό;». Ἡ δέ μητέρα του, ἡ Εὐδοξία, ἔλεγε στήν μητέρα μου –καί φίλη της– στενοχωρημένη. «Μά, κυρία Σοφία μου, τί νά λέω στόν κόσμο; Ὅτι ὁ γυιός μου σπουδάζει καί μαθαίνει πῶς νά κουβαλάει τίς βαλίτσες τῶν τουριστῶν;»…
Αὐτή ἦταν ἡ εἰκόνα πού εἶχε τότε μιά μέση οἰκογένεια γιά τόν «Τουρισμό». Ἀλλά ὁ Νῖκος συνέχισε ἀπτόητος, σπούδασε καί σήμερα εἶναι «μεγαλοξενοδόχος» στό Ρέθυμνο, ἀλλά καί ὡς ἐνεργός πολίτης, ἔχει δική του ἐκπομπή στό τοπικό ραδιόφωνο (πολιτικός ἀναλυτής) καί ἀρθρογραφεῖ καθημερινά σέ τοπική ἐφημερίδα. Στήν περιφέρεια, οἱ ἐφημερίδες ἔχουν –ἀκόμη– κυκλοφορία καί ἐπιρροή… Τόν ρωτῶ γιά τήν τουριστική σαιζόν καί τά τοιαῦτα. «Δέν βρίσκουμε κόσμο νά ἐργασθεῖ στόν τουρισμό.» Ὁ Γιῶργος, ὁ μεγάλος ἀδελφός, μοῦ ἐξηγεῖ: «Οὔτε καμαριέρες δέν μποροῦμε νά βροῦμε, ὄχι νά ἐπιλέξουμε, ἀλλά νά βροῦμε. Ἐκεῖνες μᾶς ἐπιλέγουν. Εἶναι τόσο δυσεύρετες, ὥστε ἐπιλέγουν τό ξενοδοχεῖο ὅπου θά ἐργασθοῦν καί θέτουν ὅρους. Αὐτή εἶναι σήμερα ἡ εἰκόνα τῆς ἀγορᾶς. Σχεδόν ὀκτώ μῆνες ἡ σαιζόν, ἀλλά οἱ ἐργαζόμενοι λείπουν.» «Ναί, ἀλλά ἀκούγονται πολλά καί λέγεται ὅτι ὁ κλάδος τῶν ἐργαζομένων στόν τουρισμό ἔχει ἀνεργία καί ὅτι οἱ ὅροι ἐργασίας καί διαβιώσεως τῶν ἐργαζομένων δέν εἶναι καί οἱ καλύτεροι.» «Μπορεῖ αὐτά νά γίνονται ἀλλοῦ, ἐμᾶς δέν μᾶς ἀφορᾶ, ἀλλά σοῦ λέω ὅτι ὑπάρχει πρόβλημα, δέν βρίσκουμε κόσμο» ἀπαντᾶ ὁ παλιός φίλος.
Τό ἀπόγευμα, πηγαίνουμε στό γήπεδο, νά δοῦμε τόν ἀγῶνα μεταξύ Δόξας καί Ἄρη Ρεθύμνου. Ὁ γαμπρός τοῦ Νίκου παίζει στήν (σέ ποιά ἄλλη;) Δόξα. Ἕνα γήπεδο πολύ καλό, γιά τήν κατηγορία (Α΄ Τοπικό), κόσμος πολύς, οἰκογένειες, «ντέρμπυ» κανονικό, ὁ Ἄρης κερδίζει 2-1 καί ἀρχίζει ἡ «καζούρα» μεταξύ τῶν ὀπαδῶν.
«Φτηνά τήν γλυτώσατε καί παίζαμε μέ δέκα» λέει ὁ Γιῶργος.» «Ἔλα νά σέ κεράσουμε περγαμόντο» τοῦ ἀπαντᾶ ὁ φίλος του. Ἔξω ἀπό τά ἀποδυτήρια, τά παιδιά περιμένουν τούς πατεράδες τους, πού «παίζουν μπάλλα». Ἤρεμη καί πολιτισμένη ἀτμόσφαιρα, πειράγματα. «Πάμε τώρα καί μιά ρακή» τό ἐπιστέγασμα… Αὔριο, θά μιλήσουμε γιά τό Σπήλι…