Ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, ἦταν ὅλα ἕτοιμα
Οἱ «καστάνιες» μέ τά φαγητά, οἱ κουβέρτες γιά τήν παραλία, τά σεντόνια, οἱ πετσέτες τοῦ μπάνιου, ὅλα συσκευασμένα μέσα σέ πάνινες σακοῦλες (δέν εἶχε ξεσπάσει ἀκόμη ἡ πλημμυρίδα τοῦ πλαστικοῦ) καί περιμέναμε –κατά τίς πέντε– νά περάσει νά μᾶς πάρει τό φορτηγό.
Ναί, ἡ ἑπταμελής οἰκογένεια τοῦ γιατροῦ εἶχε τό προνόμιο νά πηγαίνει τά Σαββατοκύριακα τοῦ καλοκαιριοῦ διακοπές στήν Κινέτα, μέ τό φορτηγό τοῦ φίλου μας, ἐργολάβου οἰκοδομῶν, τοῦ κυρίου Βαρωνάκη μαζί μέ τήν δική του οἰκογένεια. Μέ τίς κόρες καί τόν γιό τους, οἱ «Βαρωνάκηδες», μέ τά τέσσερα ἀγόρια καί τήν ἀδελφή μας, οἱ «Καπραναῖοι»…
Στήν Κινέτα ἄρχιζε ἡ «ἐγκατάσταση». Οἱ κουβέρτες κάτω ἀπό τά δέντρα, ἡ τσουγκράνα γιά τίς βελόνες, τά φαγητά κρέμονταν –μέσα στίς πάνινες σακοῦλες– ἀπό τά κλαδιά, καί τά παιδιά πέφταμε αὐθωρεί στήν θάλασσα!
Οἱ μεγάλοι, μέ τά φτυάρια, ἔσκαβαν στήν παραλία καί σέ λίγο ἀνέβλυζε ὁλόδροσο πόσιμο νερό! Κοιμόμασταν «στρωματσάδα» καί τό γλυκοχάραμα πάλι βουτιές! Ὅλα ὄμορφα, μέ τό «τίποτα» καί τά νησιά τοῦ Αἰγαίου τά μαθαίναμε στό μάθημα τῆς Γεωγραφίας!
Κι ὅταν δέν ὑπῆρχε χρόνος γιά ὁλόκληρο Σαββατοκύριακο (ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, καθώς δέν ὑπῆρχε ἀκόμη γουήκ-ἔντ), φεύγαμε Κυριακή χαράματα γιά τήν Λούτσα!
Γιά τήν Λούτσα, λοιπόν, βρῆκα ἕνα ὡραιότατο κείμενο τοῦ –νεότερου– συναδέλφου μου, Γιώργου Σταματόπουλου, τό ὁποῖο παραθέτω μέ ἀγάπη καί ἐλπίζω νά «σᾶς πεῖ» κι αὐτό κάτι…
«Ἐπειδή τέτοιες ἐποχές τά μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης γεμίζουν μέ τά κάτασπρα σοκάκια τῆς Τζιᾶς καί τῆς Πάρου, τά ὡραῖα δειλινά στήν Σίφνο, τά νερά τῆς Νάξου καί τοῦ Ἄνω Κουφονησίου, ἄς ξεκαθαρίσουμε κάτι: γιά τά παιδιά τοῦ Λεκανοπεδίου, τή δεκαετία τοῦ ’80 καί τοῦ ’90, τά Κυκλαδονήσια ἦταν ἕνα ὡραῖο περιπετειῶδες σχέδιο (πού πολλές φορές ἔμενε ἐπί χάρτου) γιά κάποιον φανταστικό Αὔγουστο. Ἀπό τά ἀποχαιρετιστήρια, τοῦ σχολικοῦ ἔτους, μπουγέλα τόν Ἰούνιο, ἕως τότε ὅμως, οἱ Ἀθηναῖοι, ἔπρεπε νά βολευτοῦν μέ κάτι κοντινό, πού σήμερα δέν «ἀνεβάζει» κανείς στά social. Πόσο μπανάλ νά ἀνεβάσεις Βραυρῶνα, Ἁγία Μαρίνα καί Νέα Μάκρη.
Τότε ἡ Ψυττάλεια δέν εἶχε κάνει ἀκόμη “τζάμι” τόν Σαρωνικό. Ἡ Β´ Πλάζ τῆς Βούλας (μέ τίς πρῶτες τσουλῆθρες) ἦταν σύνορο, κυρίως γιά τίς κοπάνες. Οἱ νότιοι πήγαιναν Λουμπάρδα (σημερινό «Μοχίτο» νομίζω), Λιμανάκια, Βάρκιζα ἕως τίς ἁλυκές στήν Ἀνάβυσσο. Οἱ βόρειοι, Ραφήνα, Πόρτο Ράφτη, Σχινιά, Ὠρωπό καί Λούτσα, καί οἱ δυτικοί Κινέτα, Ἁγ. Θεοδώρους, Ἀλεποχώρι καί δέν συμμαζεύεται. Αὐτά ἦταν τότε τά μπάνια τοῦ λαοῦ. Τά ἀξέχαστα. Τότε πού τό 80% τῶν Κυκλάδων, ὄχι μόνο δέν ἦταν στό “tripadvisor”, ἄρα ἦταν ἄγονη γραμμή! Αὐτή ἡ κοινωνία ἦταν μία κοινωνία σέ ἀναμονή γιά τά καλύτερα. Πού ἡ μέρα της, ἀφοῦ “τά παιδιά πρίν φύγουν γιά τό χωριό ἔπρεπε νά κάνουν τά μπάνια τους”, ξεκινοῦσε μετά τή βάρδια στή δουλειά. Στίς 4, στίς 5 καί στίς 6 τό ἀπόγευμα. Τίγκα στά παιδιά τά Opel Record, τά Fiat 128 καί τά Ford Taunus, ἐκεῖνα πού δέν εἶχαν ζῶνες ἀσφαλείας ἀπό τό ἐργοστάσιο καί πού ὁ δεξιός καθρέφτης ἦταν στά προαιρετικά. Ὠδή στήν κάθε Λούτσα λοιπόν!»…