Καί ξαφνικά, μοῦ τηλεφωνεῖ ὁ Παντελῆς, ἀλαφιασμένος
Μέ τό ἔλα πού μοῦ εἶπε, ἀνησύχησα. «Τό εἶδες; Τί θά κάνουμε τώρα;» μοῦ λέει. Ὁμολογῶ ὅτι ταράχθηκα. Ποῦ νά ξέρω, ξαφνικά, ἀπόγευμα Δευτέρας, τί ἔπρεπε νά ἔχω δεῖ γιά νά ταραχτῶ. «Τί νά δῶ; Δέν εἶδα τίποτε» τοῦ λέω…
Τώρα μᾶλλον τόν ἄκουσα θυμωμένο. «Καλά, ποῦ ζεῖς ἐσύ; Δέν κατάλαβες τίποτε; Τόσο ἀναίσθητος εἶσαι; Χαμπάρι δέν ἔχεις πάρει;» μοῦ λέει σάν νά μέ μαλώνει.
Μέσα μου αἰσθάνθηκα νά μέ κυριεύει ἡ ἀγωνία! Ὑπέθεσα ὅτι γιά μία ἀκόμη φορά εἶχε γίνει σεισμός μέγας καί ἐγώ δέν εἶχα πάρει εἴδηση, ὅπως συμβαίνει κάθε φορά πού τρέμει ἡ γῆ κι ἐγώ δέν ἀντιλαμβάνομαι τό παραμικρό!
«Ὥστε ἔγινε καί δέν τό κατάλαβα πάλι;» τόν ρωτῶ σχεδόν ἀπολογούμενος. «Ἄν ἔγινε, λέει! Ἔχει συγκλονιστεῖ ὁ κόσμος ὅλος! Κι ἐσύ μοῦ λές ὅτι δέν κατάλαβες τίποτε; Τί νά σοῦ πῶ, Χριστιανέ μου, μιά ζωή ἔτσι ἤσουνα» μοῦ λέει καί μέ πληγώνει ἀφάνταστα.
«Καί τί θέλεις νά κάνω; Φαίνεται ὅτι οἱ δονήσεις δέν μέ συγκινοῦν!» τοῦ λέω, γιά νά ἐλαφρύνω κάπως τήν ἀτμόσφαιρα. «Ἔ, ἄν δέν σέ ταρακούνησε κι αὐτή ἡ δόνηση, πού ἐδῶ καί μισή ὥρα ἔχει συνταράξει τή γῆ ὁλόκληρη, δέν ὑπάρχει γιά σένα σωτηρία!» μοῦ λέει ὁ ἄθλιος καί μέ πανικοβάλλει.
«Πόσα ρίχτερ ἦταν; Ποῦ ἦταν τό ἐπίκεντρο; Ὑπάρχουν ζημιές; Ἔχουμε θύματα; Ὑπάρχει σῆμα γιά τσουνάμι;» ἐρωτῶ, βέβαιος πλέον ὅτι ἡ καταστροφή εἶναι κάτω ἀπό τά πόδια μου κι ἐγώ περί ἄλλων τυρβάζω…
Δέν ἀκούω ἀπάντηση, ἀκολουθεῖ ἕνα κενό, σάν νά μήν ἔχει καταλάβει τί ἀκριβῶς τοῦ εἶπα. Γρήγορα, ὅμως, συνέρχεται καί ἀπαντᾶ. «Τό ἐπίκεντρο; Ποῦ ἀλλοῦ; Στήν Ἀμερική! Καί ἔχει φτάσει μέχρι τήν τελευταία ἄκρη τῆς ὑφηλίου!» μοῦ λέει, συριστικά καί μέ ὕφος πού ἔχει κάτι ἀπό Κρίστοφερ Λή, Πῆτερ Κάσινγκ, Μπέλα Λουγκόζι καί Νοσφεράτου.
Ἐδῶ, γιά νά εἶμαι εἰλικρινής, «ἔσπασα». Ὑπέθεσα ὅτι ἡ τραγωδία πού μᾶς εἶχε βρεῖ ἦταν πολύ μεγαλύτερη ἀπό ὅ,τι φανταζόμουν! Γιά νά σημειωθεῖ τό κακό στίς ΗΠΑ καί νά ἔχει ἤδη φθάσει στά πέρατα τῆς οἰκουμένης, θά ἔπρεπε –τό δίχως ἄλλο– νά ἔχει σχέση μέ πυρηνικά!
Ἐν τῶ μεταξύ τά νεῦρα μου εἶχαν ἤδη σπάσει καί σάν νά εἶχα τόν Παντελῆ μπροστά μου καί νά τόν ταρακουνοῦσα κρατώντας τον ἀπό τά πέτα τοῦ σακακιοῦ του (ἔκανα καί τήν ἀνάλογη βίαια κίνηση) ἔβαλα τίς φωνές!
«Θά μοῦ πεῖς τελικά τί ἔχει συμβεῖ ἤ θά σοῦ ἀλλάξω τόν ἀδόξαστο;» τοῦ εἶπα, ἔξω φρενῶν πλέον…Τόν ἄκουσα νά ἀνασαίνει βαριά καί μοῦ φάνηκε πώς εἶχε ἤδη δακρύσει. «Ὤχ, τά πράγματα εἶναι σοβαρά» σκέφτηκα. Στό ἀκουστικό ἄκουσα μιά βαθιά ἀνάσα καί ὕστερα, μέ φωνή πού μόλις ἔβγαινε, μοῦ εἶπε: «Δέν ἔχουμε “φέις-μπούκ”, “γιού τιούμπ” καί “ίνσταγκραμ” ἐδῶ καί δύο ὧρες!». Ἐξερράγην! «Καί γι’ αὐτό μοῦ ἔβγαλες τήν πίστη ἀνάποδα; Ἄντε παράτα με, ἐξαρτημένε!» τοῦ εἶπα, ἔκλεισα τό τηλέφωνο καί κάθισα νά γράψω στό «τουΐτερ»!