Ἄς ἀφήσουμε γιά λίγο τήν βαρειά πολιτική ἀτμόσφαιρα. Ἐπιτρέψτε μου νά σᾶς μιλήσω γιά μιά ἐκπομπή πού εἶδα στήν τηλεόραση…
… (σπανίως βλέπω κάτι πλήν τῶν «ἀθλητικῶν» ὅταν μένουμε μέσα), τήν ἐκπομπή τοῦ Σπύρου Παπαδόπουλου στόν «Σκάι», ἀφιερωμένη στούς ἀγαπητούς Μίμη Πλέσσα καί Γιῶργο Κατσαρό.
Μέ τόν Μίμη Πλέσσα συνεργάσθηκα ὅταν (στά φοιτητικά μου χρόνια) ἐργαζόμουν τά βράδυα ὡς μουσικός. Ἦταν ὁ μαέστρος μας στό πρόγραμμα τοῦ κέντρου «Κάν-Κάν», τό 1974, ἕνα πρόγραμμα «γεμᾶτο», μέ Γιῶργο Ζαμπέτα, Στράτο Διονυσίου, Ρένα Κουμιώτη.
Μέ τόν Γιῶργο Κατσαρό συνεργάσθηκα ἀργότερα, ὅταν ἐργαζόμουν στήν ΕΡΤ, καί ὑπάρχει μεταξύ μας ἀμοιβαία ἀγάπη καί ἐκτίμηση.
Πρόκειται γιά δύο σπουδαίους δημιουργούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀφήσει τό στίγμα τους στό καλό, ποιοτικό καί κατανοητό ἑλληνικό τραγούδι. Κι αὐτό τό τραγούδι ἀκούσαμε σ’ ἐκείνη τήν ὄμορφη ἐκπομπή. Ὑπῆρξαν, ὅμως, κάποιες «παραφωνίες».
Κατ’ ἀρχήν, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ καλλιτέχνες ἑρμήνευαν τά τραγούδια. Δηλαδή τό «Μή μοῦ πεῖς τίποτα», ἕνα ὑπέροχο κομμάτι τοῦ Μίμη Πλέσσα σέ στίχους τοῦ μεγάλου Κώστα Πρετεντέρη, εἶναι ἕνα τραγούδι ἐρωτικό, ἀλλά γεμᾶτο ἀπογοήτευση, πού ἑρμήνευσε ἡ μοναδική Τζένη Βάνου (Εὐγενία Βραχνοῦ, κόρη τοῦ ἀρχιεργάτη στό Τυπογραφεῖο τῆς «Καθημερινῆς» Νέαρχου Βραχνοῦ). Ἔ, δέν μπορεῖς νά τό ἑρμηνεύεις καί νά εἶσαι ὅλο χαρά!
Ἔπειτα ἡ ἀμφίεση τῶν ἑρμηνευτῶν. Ὅταν ἀκούγεται τό «Βρέχει φωτιά στήν στράτα μου» τοῦ Μίμη Πλέσσα, σέ στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου (ἀπό τήν ταινία τοῦ Νίκου Φώσκολου «Ὁρατότης μηδέν» μέ τόν Νῖκο Κούρκουλο), ἀπαιτεῖται σεβασμός στήν ἱστορία τοῦ τραγουδιοῦ ἀλλά καί τοῦ ἑρμηνευτῆ.
Δέν ἐπιτρέπεται ἐκεῖνος πού τό ἑρμηνεύει νά εἶναι ντυμένος «ἐλαφρά» οὔτε νά σηκώνει τά μανίκια τοῦ σακακιοῦ φορώντας ἀπό μέσα μακό κοντομάνικο! Τό βαρύ ἆσμα θέλει καί ἀνάλογη ἑρμηνεία, ἀλλά καί ἐμφάνιση!
Ὅταν ὁ Πλέσσας καί ὁ Κατσαρός ἑρμηνεύουν Γκέρσουϊν (Summer time) στό πιάνο καί τό σαξόφωνο, οὐδείς ἐπιτρέπεται νά χειροκροτεῖ κατά τήν ἱεροτελεστία τῆς ἐκτελέσεως! Πολλῶ δέ μᾶλλον δέν μπορεῖ νά χτυπάει παλαμάκια «ἀ λά χασάπικο» ὅταν οἱ ἑρμηνευτές ἀλλάξουν τό «τέμπο» τοῦ κομματιοῦ σέ πιό «rag»…
Τέλος, δέν μπορεῖ, δέν ἐπιτρέπεται, δέν εἶναι δυνατόν νά χορεύουν «βαρύ» ζεϊμπέκικο κυρίες ἤ δεσποινίδες μέ δωδεκάποντες γόβες, κολάν ἤ στενά πέτσινα πανταλόνια καί διαφανῆ πουκάμισα. Κι αὐτό, διότι κατά τόν μύστη Διονύσιο Χαριτόπουλο:
«Τό ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δέν ἔχει βήματα· εἶναι ἱερατικός χορός μέ ἐσωτερική ἔνταση καί νόημα πού ὁ χορευτής ὀφείλει νά τό γνωρίζει καί νά τό σέβεται. Εἶναι ἡ σωματική ἔκφραση τῆς ἥττας. Εἶναι τό “δέν τά βγάζω πέρα”. Τό κακό πού βλέπεις νά ἔρχεται. Τό παράπονο τῶν ψυχῶν πού δέν προσαρμόστηκαν στήν τάξη τῶν ἄλλων. Συμπάσχεις μέ τόν στίχο ὁ ὁποῖος ἐκφράζει σέ κάποιον βαθμό τήν προσωπική σου περίπτωση, γι’ αὐτό ἐπιλέγεις τό τραγούδι πού θά χορέψεις καί αὐτοσχεδιάζεις σέ πολύ μικρό χῶρο ταπεινά καί μέ ἀξιοπρέπεια. Δέν σαλτάρεις ἀσύστολα δεξιά κι ἀριστερά· βρίσκεσαι σέ κατάνυξη. Ὁ σωστός, χορεύει ἅπαξ· δέν μονοπωλεῖ τήν πίστα. Τό ζεϊμπέκικο εἶναι σάν τό “Πάτερ Ἡμῶν”. Τά εἶπες ὅλα μέ τή μία.» Αὐτά…