Τό πρωτάκουσα στό σπίτι μας, σέ κάποιο γλέντι.
Ὁ θεῖος Λουκᾶς πῆρε τήν κιθάρα καί ἡ ὁμήγυρις τραγουδοῦσε: «Μοῦ ᾽πες πώς τώρα δέ θέλεις γιά δῶρα
βραχιόλια χρυσά καί μπιζού/ ἄχ καί δέν ξέρω τί νά σοῦ προσφέρω/ γιά νά μ’ ἀγαπήσεις, ναζοῦ./ Κι ὅμως τοῦ κάκου παντοῦ ἔψαξα νά βρῶ/ δέν μπόρεσα χθές νά σοῦ βρῶ κάτι τσαχπίνα,/ πού ὁλόκληρη ἡ Ἀθήνα, τό γύρευε γιά θησαυρό./ Βρές ἄν μπορεῖς, τί σοῦ ἔφερα ἀπόψε,/ τά ναζάκια σου κόψε, νά σοῦ δώσω αὐτό πού κρατῶ. Καφέ!»…
Ἦταν ἕνα ἀπό τά «Τραγούδια τῆς Κατοχῆς», τότε πού ὁ καφές ἦταν εἶδος σπάνιο, τότε πού στά καφενεῖα σερβίριζαν καφέ ἀπό …ρεβύθια καί ἀρακᾶ ἀποξηραμένο καί οἱ «θεριακλῆδες» ρουφοῦσαν μέ …μεράκι, προσποιούμενοι ὅτι ἀπολάμβαναν ἕναν «καϊμακλήδικο γλυκύ βραστό»… Τά σκεπτόμουν αὐτά καθώς ἄκουγα ὅτι ἡ τιμή τοῦ καφέ σχεδόν διπλασιάστηκε, λόγῳ, ὅπως λέγεται, τῆς «κλιματικῆς ἀλλαγῆς», καί τά ρεπορτάζ δίνουν καί παίρνουν!
Φυσικά, οἱ Ἕλληνες, τά τελευταῖα χρόνια, ἔχουμε γίνει καφεϊνομανεῖς, καθώς κάθε δρόμος ἔχει τοὐλάχιστον δέκα καφετέριες, καί πλέον ζητᾶμε νά ἀπολαύσουμε ρομποῦστο, ἀράμπικα, ἄφρικα καί ἄλλες ποικιλίες καφέ, τίς ὁποῖες οὐδέποτε κατόρθωσα νά διακρίνω, παρ’ ὅτι ὁ οὐρανίσκος μου δέν εἶναι καί γιά πέταμα! Ἀλλά, ἐκεῖ πού πίναμε τόν τούρκικο τόν ὁποῖο εὐτυχῶς μετονομάσαμε σέ ἑλληνικό (φυσικά ὁ βρασμένος καφές ἔχει ἀραβική προέλευση), περάσαμε βαθμηδόν στόν ἐσπρέσσο, τόν λοῦνγκο, τόν μακιάτο, τόν στρέτο, τόν ριστρέτο, τόν καπουτσῖνο, τόν φρέντο καπουτσῖνο, φρέντο ἐσπρέσσο, ἐνῷ ἔχουμε σχεδόν λησμονήσει τόν μοναδικό, πραγματικά ἑλληνικό καφέ, τόν φραπέ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἐπινόηση ἑνός Ἕλληνα μπάρμαν στήν Διεθνῆ Ἔκθεση Θεσσαλονίκης, στήν δεκαετία τοῦ ’60.
Ἀκριβαίνει, λοιπόν καί φθάνει σέ ἐπίπεδα τσουχτερά ὁ καφές καί οἱ ἁπανταχοῦ καφεπότες –δηλαδή ἡ μεγάλη πλειονότης τῶν Ἑλλήνων– τά ἔχει βάψει μαῦρα! Μεταξύ μας, πάντως, τά πράγματα δέν εἶναι καί τόσο δύσκολα, ὑποθέτω, ὅσο τά παρουσιάζουν οἱ ἐπιχειρηματίες, οἱ ὁποῖοι μᾶς μαύρισαν τήν καρδιά ἀπό τά πρωινάδικα. Πόσο στοιχίζει μιά κουταλιά καφέ, τόν ὁποῖο (καπουτσῖνο) πληρώνουμε πέντε σχεδόν εὐρώ; Πόσο κοστίζει ὁ ἑλληνικός στόν καταστηματάρχη; Εἶναι βέβαιο –ἀπολύτως– ὅτι ἡ καφετέρια εἶναι ἐπικερδής ἐπιχείρηση. Ἀλλοιῶς γιατί ἀποτελεῖ σήμερα τήν δημοφιλέστερη ἐπένδυση; Καθημερινῶς ξεφυτρώνουν καφετέριες ἁπανταχοῦ τῆς ἐπικρατείας! Καί τό ντελίβερυ μέ καφέ-τυρόπιτα ἤ καφέ-τόστ ἔχει ἀποδειχθεῖ χρυσοφόρο! Ἀκόμη καί στά σπίτια, τό πρωί, ἀντί νά βάλουν τό μπρικάκι στό καμινέτο, παίρνουν τόν ντελιβερά ἀπό τό κινητό, ἐνῷ βρίσκονται ἀκόμη στό κρεβάτι! Δέν εἶναι, λοιπόν, τραγωδία ἡ αὔξηση τῆς τιμῆς τοῦ καφέ στήν ἀγορά.
Μποροῦν, μιά χαρά, νά τήν ἀπορροφήσουν ἤ νά τήν μειώσουν δραστικά.
Δέν εἴμαστε στήν Κατοχή, γιά νά τραγουδᾶμε «Ψάξε νά βρεῖς», ἀλλά σέ μιά χώρα πού κοντεύει νά γίνει φανατικότερη τοῦ «ἐσπρέσσο» ἀπ’ ὅ,τι ἡ Ἰταλία! Καί, στό κάτω-κάτω, γιατί κάποιος δέν δοκιμάζει νά πουλήσει καφέ ἀπό ρεβύθια καί μπιζέλια; Μέ τήν τρέλλα πού μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ, ἴσως ὁ «πειραγμένος» καφές νά ἀποδειχθεῖ «σπεσιαλιτέ», ὅπως εἶναι σήμερα «γκουρμέ» τό …λαχανόρυζο, πού τό βλέπαμε παιδιά καί βάζαμε τά κλάματα!