Τέτοιες μέρες, ὅταν ἤμασταν κανονικοί ἄνθρωποι, ἀρχίζαμε νά σκεπτόμαστε τά δῶρα τῆς Πρωτοχρονιᾶς
Προσέξτε το αὐτό. Τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ὄχι τῶν Χριστουγέννων. Τά δῶρα τά χαρίζαμε καί τά ἀνοίγαμε ὅταν ἄλλαζε ὁ χρόνος καί ὄχι τά Χριστούγεννα, ὅπως στίς ἀγγλοσαξωνικές καί τίς ἀνατολικές χῶρες.
Ποιός χαρίζει σήμερα πρωτοχρονιάτικα δῶρα; Τό ἔθιμο τῆς Παραμονῆς πάει, ἔσβησε. Καί πλέον ἀλλάζει ὁ χρόνος παρακολουθῶντας στήν τηλεόραση ἐκεῖνες τίς θλιβερές «γιορτές», μέ κοινό τούς ταλαίπωρους ἀλλοδαπούς καί τόν δήμαρχο νά μᾶς λέει «Καλή χρονιά».
Πόσο μοῦ ἔχει λείψει ἐκείνη ἡ ἀτμόσφαιρα, μέ τήν φωνή τοῦ ἐκφωνητῆ στό ραδιόφωνο τοῦ ΕΙΡ νά μετρᾶ ἀντίστροφα καί ὁ πατέρας νά σβήνει τά φῶτα μόλις ἀκουγόταν τό «εὐτυχισμένος ὁ νέος χρόνος».
Κι ὕστερα, μᾶς μοίραζε τά δῶρα. Θυμᾶμαι, κάθε χρόνο κι ἕνα καινούργιο βιβλίο. Τό πρῶτο ἦταν «Ὁ μαῦρος πρίγκηπας», ἕνα παιδικό μυθιστόρημα μέ ἕναν πρίγκηπα ἀπό τήν Ἀφρική, πού πουλήθηκε σκλάβος καί τελικά ἔλαμψε στόν «πολιτισμένο» κόσμο. Τό γνωρίζαμε ὅλοι ὅτι κάθε χρόνο τό δῶρο μας, ἀπό τόν πατέρα, θά ἦταν βιβλίο. Ἐξ ἄλλου αὐτή ἦταν καί ἡ συμβουλή του, εἰς τριπλοῦν: «Διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε!». Ἡ μαμά φρόντιζε νά μᾶς χαρίζει παιγνίδια. Πότε ἕνα «μεκανό», πότε ἕνα αὐτοκινητάκι, πότε μιά μπάλλα. Ἡ μόνη πού μέ ρωτοῦσε «τί θέλεις νά σοῦ φέρω;» ἦταν ἡ νονά μου! Κι ἐγώ τῆς ζητοῦσα πάντα παιγνίδια, συνήθως ἐπιτραπέζια. Τότε, τό δῶρο εἶχε ἀξία.
Δέν μᾶς ἀγόραζαν οἱ γονεῖς κάθε τόσο ὅ,τι ζητούσαμε, οὔτε βλέπαμε διαφημίσεις παιγνιδιῶν στήν τηλεόραση. Εἴχαμε, ὅμως, ἀπόλυτη ἐλευθερία ὡς πρός τήν διαχείριση τῶν χρημάτων πού κερδίζαμε ἀπό τά κάλαντα! Ὑπήρξαμε τυχεροί, καθώς ἡ μητέρα μας εἶχε μεγάλο «σόι» καί εὐκατάστατο.
Ἔτσι, παραμονή Χριστουγέννων καί Πρωτοχρονιᾶς, πηγαίναμε καί λέγαμε τά κάλαντα σέ ὅλους τούς θείους, συνήθως στά γραφεῖα τους καί εἰσπράτταμε ἀρκετά –γιά τήν ἐποχή καί τήν ἡλικία μας– χρήματα. Καί τό μεσημέρι, πού τελείωνε ἡ «βόλτα», καταλήγαμε στά καταστήματα παιγνιδιῶν ἤ στά «Ἀθλητικά εἴδη», γιά νά ἀγοράσουμε κάποιο παιγνίδι, συνήθως αὐτοκινητάκια ἤ μιά μπάλλα ποδοσφαίρου. Κάποια στιγμή, ἄλλαξαν ὅλα «ὡς διά μαγείας». Νομίζω ὅτι τόν κυριότερο ρόλο στήν ἀλλαγή τῶν συνηθειῶν καί στήν ἐξαφάνιση τῶν ἐθίμων ἔπαιξαν ἡ «ἐλεύθερη ραδιοφωνία» καί ἡ ἰδιωτική τηλεόραση. Θυμᾶμαι, τά πρῶτα Χριστούγεννα στήν «Ἐλεύθερη ραδιοφωνία», πού ἀντί γιά τούς παραδοασιακούς ἑλληνικούς χριστουγεννιάτικους σκοπούς, μετέδωσα τό “Feliz Navidad” μέ τόν Χοσέ Φελισιάνο. Ἔγινε Χαμός ἀπό τούς ἀκροατές καί τό ἆσμα καθιερώθηκε ὡς τό σῆμα τοῦ σταθμοῦ γιά τίς Γιορτές. Λάτρες τῆς ξένης μουσικῆς μεταδίδαμε ὅλες ἐκεῖνες τίς πανέμορφες μελωδίες μέ τόν Σινάτρα, τόν Μπίνγκ Κρόσμπι, τόν Ντήν Μάρτιν, τίς χορωδίες, τόν «μικρό τυμπανιστή», κι ἀφήσαμε στά ράφια τόν Σίμωνα Καρᾶ, τήν Δόμνα Σαμίου καί τήν Τερψιχόρη Παπαστεφάνου.
Ἔτσι, ἁπλά, σβήστηκε τό ἑλληνικό ἑορταστικό χρῶμα καί ἀπό τό «Καλήν ἡμέραν ἄρχοντες» περάσαμε στό «Τζίνγκλ μπέλς» καί στό «Γουάιτ Κρίστμας». Καί, ὅπως φαίνεται, δύσκολα θά ὑπάρξει γυρισμός. Εἴπαμε νά «γίνουμε Εὐρώπη», ἀλλά ὡς συνήθως, καταλήξαμε στήν ὑπερβολή… Καλά Χριστούγεννα!