Μᾶς ἔγινε συνήθεια ὁ καθημερινός περίπατος στόν κόσμο τοῦ διαδικτύου.
Τό λένε καί σέρφινγκ, ἤτοι ἀρμένισμα στήν ἀπέραντη αὐτή θάλασσα, ὅπου ὁ καθείς μπορεῖ νά ἐκφράζει ἐλευθέρως ὅποια γνώμη του. Εἶναι, ἴσως, μιά μορφή δημοκρατίας, εἶναι –ἀσφαλῶς– καί ἕνας χῶρος, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κινοῦνται ἐντός τῶν ὁρίων του. Κυρίως δέ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κινοῦνται μόνον ἐντός τῶν ὁρίων του! Καί εἶναι πολλοί πλέον ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐνημερώνονται ἀπό τόν συγκεκριμένο διαδικτυακό τόπο καί μάλιστα τόν θεωροῦν καί ἀξιόπιστο! Ἐκεῖ, λοιπόν, μπορεῖ μέ εὐκολία νά διαπιστώσει ὁ καθείς ὅτι δέν ἀπέχουμε πολύ ἀπό τό νά διχασθοῦμε γιά μία ἀκόμη φορά. Τόν ἔχουμε, ἄλλως τε, στό αἷμα μας τόν σπόρο τοῦ διχασμοῦ! Ἡ σοβαρότης τῆς καταστάσεως τῆς ὑγείας τοῦ Κωνσταντίνου εἶναι ἕνα σοβαρό δεῖγμα. Σχόλια πού ἀπό τήν μία πλευρά ἐγγίζουν τά ὅρια τῆς κτηνωδίας καί ἀπό τήν ἄλλη ἀνάλογες ἀπαντήσεις! Καί ὅλα αὐτά, τήν στιγμή πού ἕνας ἄνθρωπος (καλῶς ἤ ὄχι, ὑπῆρξε ὁ ἀνώτατος ἄρχων τῆς χώρας), ἀναμετρᾶται μέ τόν θάνατο!
Ντροπή, τό λιγώτερο! Δέν εἶναι, ὅμως, μόνον αὐτό. Ἔχουμε καί τά Γλυπτά τοῦ Παρθενῶνος. Πεδίον διχασμοῦ λαμπρόν! Πασχίζει ἡ κυβέρνηση νά ἐπιτύχει κάποια συμφωνία, ὥστε νά ὑπάρξει ἡ ἐπιστροφή –μέ ὅποια μορφή– τῶν γλυπτῶν στήν Ἑλλάδα. Καί γίνεται αὐτή ἡ προσπάθεια ἀντικείμενο πολιτικῆς ἀντιπαραθέσεως καί διαμάχης. Μά, εἶναι δυνατόν; Σᾶς δίδεται μιά εὐκαιρία νά ἀντικρύσετε τά γλυπτά στό Μουσεῖο τῆς Ἀκροπόλεως κι ἐσεῖς τσακώνεστε γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά ἐπιστρέψουν; «Ἄς ἔλθουν, καί ἔπειτα βλέπετε πῶς θά τό χειρισθεῖτε» μοῦ εἶπε φίλος, καθηγητής σέ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀγγλίας. Καί ἔπειτα ἀπό μιά μικρή συζήτηση, μοῦ συνέστηε (ὁ Ἄγγλος) νά διαβάσω τό ποίημα τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου Καβάφη Στά «200 π.Χ.»–Ἀλέξανδρος Φιλίππου καί οἱ Ἕλληνες «πλήν Λακεδαιμονίων»… Καί τό διάβασα. Καί τό διαβάζω συνεχῶς.
Μποροῦμε κάλλιστα νά φαντασθοῦμε πώς θ’ ἀδιαφόρησαν παντάπασι στήν Σπάρτη γιά τήν ἐπιγραφήν αὐτή. /«Πλήν Λακεδαιμονίων», μά φυσικά. Δέν ἦσαν οἱ Σπαρτιᾶται γιά νά τούς ὁδηγοῦν καί γιά νά τούς προστάζουν σάν πολυτίμους ὑπηρέτας./ Ἄλλωστε μιά πανελλήνια ἐκστρατεία χωρίς Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ ἀρχηγό, δέν θά τούς φαίνονταν πολλῆς περιωπῆς./ Ἄ βεβαιότατα, «πλήν Λακεδαιμονίων». Εἶναι κι αὐτή μιά στάσις. Νοιώθεται./ Ἔτσι, πλήν Λακεδαιμονίων στόν Γρανικό, καί στήν Ἰσσό μετά/ καί στήν τελειωτική τήν μάχη, ὅπου ἐσαρώθη ὁ φοβερός στρατός πού στ’ Ἄρβηλα συγκέντρωσαν οἱ Πέρσαι:/ πού ἀπ’ τ’ Ἄρβηλα ξεκίνησε γιά νίκην, κ’ ἐσαρώθη. Κι’ ἀπ’ τήν θαυμάσια πανελλήνιαν ἐκστρατεία, τήν νικηφόρα, τήν περίλαμπρη,/ τήν περιλάλητη, τήν δοξασμένη ὡς ἄλλη δέν δοξάσθηκε καμιά, τήν ἀπαράμιλλη: /βγήκαμ’ ἐμεῖς, ἑλληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Ἐμεῖς, οἱ Ἀλεξανδρεῖς, οἱ Ἀντιοχεῖς, οἱ Σελευκεῖς, κ’ οἱ πολυάριθμοι ἐπίλοιποι Ἕλληνες Αἰγύπτου καί Συρίας,/ κ’ οἱ ἐν Μηδίᾳ, κ’ οἱ ἐν Περσίδι, κι’ ὅσοι ἄλλοι. Μέ τές ἐκτεταμένες ἐπικράτειες, μέ τήν ποικίλη δρᾶσι τῶν στοχαστικῶν προσαρμογῶν. Καί τήν Κοινήν Ἑλληνική Λαλιά/ ὡς μέσα στήν Βακτριανή τήν πήγαμεν, ὥς τούς Ἰνδούς.
Γιά Λακεδαιμονίους νά μιλοῦμε τώρα!