Εἶναι δύσκολο νά βρεῖ κανείς τίς σωστές λέξεις. Χάνουμε τήν ἀνθρωπιά μας;
Νά, ἕνα περίπλοκο ζήτημα χωρίς εὔκολες ἀπαντήσεις. Φυσικά, ἡ ἠθική ποικίλλει, ἀναλόγως πρός τήν ἐποχή, ἀλλά κάποιοι ἠθικοί κανόνες ἐνσωματώνονται στόν χαρακτῆρα μας ἀπό νωρίς, στήν παιδική μας ἀνάπτυξη, καί αὐτοί συνήθως εἰσάγονται ἀπό τό οἰκογενειακό μας περιβάλλον, παρ’ ὅλον ὅτι δέν ἔχουμε ἀναμνήσεις ἀπό αὐτό. Ἐκεῖ κερδίζεται ἤ χάνεται ἡ μάχη!
Τώρα, ὅλα τά λοιπά εἶναι «ἄλλα λόγια ν’ ἀγαπιόμαστε.» Καί εἶναι ἀξιολύπητη μιά κοινωνία ἡ ὁποία, ἀντί νά εἰσπράξει ὡς δίδαγμα, μάθημα καί εὐκαιρία γιά βελτίωση τά ὅποια τραγικά συμβάντα, τά κλώθει ὅπως τήν βολεύει, τά κάνει λόγο ξύλινο, κομματικό καί –ἀπό κοινοῦ μέ τούς ἐκπροσώπους τοῦ ξύλινου Τύπου, πού πιστεύουν ὅτι ἡ δημοσιογραφία μπορεῖ νά ἀσκεῖται ἀπό καφετέριες, σκάυπ καί παρέες μέ πολιτικούς, τά σερβίρει στόν κοσμάκη, μέ τήν πεποίθηση ὅτι θά τά καταπιεῖ ὅλα ἀμάσητα.
Εἶμαι εὐτυχής πού ἀνακάλυψα τόν ἐξαίρετο ἑρμηνευτή Γιάννη Μηλιώκα. Τοῦ ἔκανα μιά μεγάλη συνέντευξη-παρουσίαση στό Τηλέραμα, ὅπου εἶχα τήν στήλη τῆς μουσικῆς καί κυκλοφορία περισσότερα ἀπό 300.000 τεύχη κάθε Παρασκευή, ὅταν ἀκόμη δέν τόν εἶχαν ἀνακαλύψει οἱ εἰδικοί τοῦ χώρου. «Ἔχεις νά πεῖς πολλά» τοῦ εἶχα πεῖ τότε καί, πράγματι, εἶπε. Μέ κορυφαῖο τό τραγούδι «Νά δεῖς πού κάποτε θά μᾶς ποῦνε καί μαλ…» καί τό ἐξ ἴσου ὑπέροχο «Γκρέκο μασκαρᾶ»!
Πράγματι, ἔτσι μᾶς θεωροῦν οἱ ὡς ἀσώματες κεφαλές ἀερολογοῦντες πολιτικοί. Ἄκουγα βουλευτή τῶν πρώην κυβερνώντων χθές, πού, ἀναφερόμενος σέ ὑπουργό τῆς Νέας Δημοκρατίας, ἔλεγε ὅτι «δέν μπορεῖ νά μιλάει ἔτσι ἕνας ὑπουργός.»
Καί θυμήθηκα τόν ἀλήστου μνήμης ὑπουργό Δημοσίας Τάξεως τῆς παρατάξεώς του, πού ἐκτός ἀπό τό «κάνε ὅτι κοιμᾶσαι», πού ἔγινε ἤδη σήριαλ καί σκίζει στήν τηλεόραση, ἐκτός ἀπό τό «δέν μπορῶ νά βρῶ ποῦ ὑπάρχει λάθος» πού δήλωνε τό βράδυ πού καιγόταν τό Μάτι, τά ἔκανε –ὅπως μαθαίνω– «θάλασσα» καί στήν δίκη γιά τήν φονική πυρκαϊά! Ἔτσι θυμήθηκα τόν Μηλιώκα, καλή του ὥρα, τοῦ παιδιοῦ.
Κι ὕστερα, ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν ΕΡΤ, ὅπου μέ εἶχαν καλέσει καλοί συνάδελφοι, ἄκουγα κατοίκους τοῦ Παλαμᾶ Καρδίτσης νά λένε ὅτι βρίσκονται ἐπάνω στά κεραμίδια τῶν σπιτιῶν τους, τά ὁποῖα ἔχουν πλημμυρίσει, ἀλλά κανείς δέν τούς ἔχει ἀκόμη ἐντοπίσει!
Ἔ, ἀφοῦ δέν εἴχατε σκάυπ, ἀφοῦ δέν στείλατε σέλφι, ἀφοῦ δέν σᾶς ἔδειξε κανένα Κανάλι, πῶς νά ἐνδιαφερθεῖ κάποια ἀρχή καί γιά ἐσᾶς;
Ζοῦμε στήν κοινωνία τῆς εἰκόνας, τοῦ «φαίνεσθαι», τῆς βίας, τῆς ἀναλγησίας. Ποιά κοινωνία θά ἀφήσουμε στούς νεώτερους;
«Ἀπόλυτη κοινωνική παρακμή, ἀναλγησία, συναισθηματική νοημοσύνη ὑπό τό μηδέν. Δέν ἔχω δάκρυα νά κλάψω… ἀφήνουμε πίσω μας μιά Ἑλλάδα πολύ φτωχότερη σέ ἀξίες ἀπ’ αὐτήν πού παραλάβαμε» μοῦ γράφει μιά φίλη. Τό θέμα εἶναι ὅτι ἀποδεχόμαστε μιά κοινωνία ἡ ὁποία ὡς μοντέλο προβάλλει τό οὐδέτερο. Ἔτσι μᾶς θέλει ἡ κοινωνία πού μᾶς ἑτοιμάζουν, οὐδέτερους. Νά εἴμαστε «τό» Γιάννης, «τό» Ἑλένη καί οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ὅλα αὐτά, σιγά-σιγά θά μᾶς κάνουν «οὐδέτερους» καί σέ γεγονότα ὅπως αὐτό τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Πειραιᾶ.
Κι ἄν αὐτό σημαίνει ὅτι «ἡ κοινωνία πάει μπροστά», ἴσως εἴμεθα εὐτυχεῖς πού δέν τό ζήσαμε ὅταν μπορούσαμε νά ἀπολαύσουμε –καί ἀπολαύσαμε– τήν ζωή μας!