Ἡ καλή φίλη μου καί συνάδελφος, πού τήν εἶχα ξεχωρίσει ἀπό τήν πρώτη στιγμή…
… Λίνα Στεφάνου, προσβλήθηκε ἀπό τόν ἰό καί γράφει τίς ἐμπειρίες της. Τίς ἀναδημοσιεύω, πρός γνῶσιν, καί ἴσως συμμόρφωσιν!
«Ξαπλωμένη στό κρεβάτι ὅσο κρατάει ἡ κόβιντ ἐμπειρία μου τίς μισές ὧρες, ὅταν περνοῦν ἀπ’ ἔξω καί μέ χαιρετοῦν οἱ δικοί μου, νιώθω σάν ψάρι μέσα σέ ἐνυδρεῖο. Τίς ἄλλες μισές φαντάζομαι ὅτι εἶμαι ἡ πριγκίπισσα στό γυάλινο φέρετρό της καί περιμένει νά περάσουν τά χρόνια γιά νά ῤθει ὁ πρίγκιπας βάτραχος νά μέ ξυπνήσει μ’ ἕνα φιλί. Στήν «γκόθικ» ἐκδοχή μπορεῖ νά εἶναι καί ὁ πρίγκιπας θάνατος. Ἀλλά γι’ αὐτές τίς σκέψεις δέν φταίω ἐγώ –οὔτε οἱ κατ’ εὐφημισμό εἰδήσεις, πού ἔχω πάψει ἔτσι κι ἀλλιῶς ἐδῶ καί χρόνια νά παρακολουθῶ. Φταίει ὁ Κάρλος Ρουίθ Θαφόν καί «Ὁ Λαβύρνιθος τῶν Πνευμάτων» του. Ἡ καλύτερη παρέα πού θά μποροῦσα νά ὀνειρευτῶ γιά τόν ἐγκλεισμό μου.
Ἄν ἔχεις κάποιον νά σέ φροντίζει καί νά ἀφήνει νερό καί φαγητό ἔξω ἀπό τήν πόρτα σου, ἡ ἐμπειρία “κόβιντ στό σπίτι” μπορεῖ νά εἶναι ἐνδιαφέρουσα. Μαθαίνω ν’ ἀκούω τό σῶμα μου καί νά μήν πηγαίνω πέρα ἀπό τό ὅριο πού μοῦ θέτει. (Ὅταν τήν τρίτη μέρα δούλεψα ἀγνοώντας τίς ἐνδείξεις καί τίς ἐνοχλήσεις, ἡ θερμοκρασία ἔπεσε στό 34,6, μαζί μέ τήν πίεση πού πῆγε περίπατο.) Μαθαίνω νά ὀργανώνω τό χρόνο μου. Μετά τό πρωινό, πού τό μυαλό εἶναι καθαρό, διάβασμα καί γράψιμο. Ἀπολαμβάνω τόν Θαφόν καί ὑποκύπτω στή γοητεία τῶν ποιημάτων τοῦ Κινέζου Μπέι Ντάο. Προσπαθῶ, σάν ἄσκηση, νά μεταφράσω ἕνα ποίημα τοῦ νομπελίστα Ντέρεκ Οὐῶλκοτ. Μεσημεριανό καί βιταμῖνες. Ὕπνος ἀπαραίτητος (ὁ κόβιντ θέλει πολύ νερό καί ὕπνο). Τό ἀπόγευμα τσάι καί σνάκ. Ὑποτυπώδεις διατάσεις γιά νά μήν πιάνομαι στό κρεβάτι. Μπάνιο. Μουσική. Φίλοι στό τηλέφωνο. Νέτφλιξ. Βραδινό. Διάβασμα. Ὕπνος. Ἄν μποροῦσα νά πάω καί καμιά βόλτα θά ἦταν τέλεια.
Μερικές φορές σχεδόν δέν μπορῶ ν’ ἀναπνεύσω ἀπό τή λαχτάρα μου γιά φῶς καί ἀέρα. Ἄς εἶναι καλά οἱ φίλοι πού μοῦ στέλνουν κάθε τόσο φωτό μέ τόν οὐρανό τῆς Πάτμου σέ ὅλα τά χρώματα. Τίς νύχτες πού δέν μέ παίρνει ὁ ὕπνος κάθομαι ἀκίνητη στό κρεβάτι καί σκέφτομαι τούς ἀνθρώπους πού τό περνᾶνε μόνοι τους. Τούς στέλνω νοερές εὐχές.
Αὐτή ἡ ἀσθένεια, ὕπουλη ἀπό τή φύση της καί περίεργη, ἔρχεται νά μᾶς μάθει κάτι πού ἐμεῖς δέν φαινόμαστε πρόθυμοι ν’ ἀκούσουμε. Ἔρχεται νά μᾶς μάθει πῶς νά ἐπιβραδύνουμε. Πῶς νά ἑστιάσουμε στό πραγματικά σημαντικό. Στή λεπτομέρεια πού ὅμως προσφέρει ἄδολη χαρά.
Τήν 7η μέρα μ’ ἔχει πιάσει θλίψη. Ὄχι γιατί εἶμαι ἀκόμα μέσα, ἀλλά γιατί οἱ μέρες ἔχουν περάσει πολύ γρήγορα. Σύμφωνα μέ τήν Πολιτική Προστασία ἄν εἶμαι χωρίς συμπτώματα τότε τή 10η μέρα μπορῶ νά βγῶ. Νά ξαναπάρω τή ζωή μου στά χέρια μου. Ξαπλώνω στό κρεβάτι, σκεπάζομαι καί κλείνω τά μάτια. Δέν νιώθω καθόλου ἕτοιμη. Ὅπως καί νά ’χει, ἔχω τρεῖς μέρες ἀκόμα. Ἄς τό ἀπολαύσω…»