«Ζοῦσε σάν ζητιάνος, ἀλλά ἦταν ἑκατομμυριοῦχος». Πολλές φορές ἔχει ἐμφανιστεῖ ὁ ὡς ἄνω τίτλος στίς ἐφημερίδες.
Τελευταία περίπτωση ἕνας 90χρονος στήν Χίο, ὁ ὁποῖος πέρασε τήν ζωή του ρακένδυτος καί ἐπαιτῶν, πλήν ὅμως μετά τόν θάνατόν του βρέθηκαν στόν λογαριασμό του, στήν Τράπεζα, 1.000.000 εὐρώ καί κάμποσες χιλιάδες χρυσές λίρες!
Θυμᾶμαι παλιά, στήν γειτονιά μας, μιά ρακένδυτη ζητιάνα, τήν περίφημη «Βαγγέλα», κατά κόσμον Εὐαγγελία. Ὅποτε περνοῦσε ἀπό τόν δρόμο, ζητιανεύοντας, ἐμεῖς, τά μικρά, τῆς φωνάζαμε: «Βαγγέλα, τό ρολόι!» κι ἐκείνη θύμωνε καί μᾶς κυνηγοῦσε.
Ὅπως μᾶς εἶχαν πεῖ οἱ μεγαλύτεροι, ἡ Βαγγέλα εἶχε χάσει ἕνα ρολόι, τό ὁποῖο καί ἀναζητοῦσε. Ὅταν, λοιπόν, τῆς φωνάζαμε «τό ρολόι», ἐκείνη θύμωνε γιατί πίστευε ὅτι τό εἴχαμε πάρει ἐμεῖς!
Ἔ, ὅταν πέθανε ἡ Βαγγέλα, βρῆκαν στήν τρώγλη στήν ὁποία κατοικοῦσε μιά συλλογή ἀπό ἀκριβά ρολόγια τῆς ἐποχῆς! Ὅσα χρήματα ἔβγαζε ἀπό τήν ἐπαιτεία (κι ἀπό ὅ,τι φάνηκε ἔβγαζε ἀρκετά), τά «ἐπένδυε» σέ ρολόγια, εἰς ἀνάμνηση τοῦ ρολογιοῦ πού εἶχε, παλιότερα, χάσει!
Τώρα, λοιπόν, ἔχουμε ἕναν 90χρονο Χιώτη, ὁ ὁποῖος ἐπαιτοῦσε καί ζοῦσε σέ μιά τρώγλη, ἀλλά τά χρήματα πού κέρδισε ἀπό τήν «ἐργασία» του τά ἀποταμίευε σέ τραπεζικό λογαριασμό! Γιά σκέψου! Νά στερεῖσαι, νά σέρνεσαι ζητιανεύοντας, γιά νά μαζέψεις λεφτά! Νά τά καταχωνιάζεις σέ συρτάρια, σέ στρώματα καί τό βράδυ νά τά ἁπλώνεις στό κρεβάτι καί νά λάμπει τό μάτι σου ἀπό τήν ἡδονή! Ὅσα χρόνια καί ἄν περάσουν, θά ὑπάρχουν πάντα οἱ «Σκρούτζ μάκ Ντάκ» τοῦ Ντίσνεϋ, πού θά μαζεύουν δολλάρια, πού θά γεμίζουν πισίνες μέ κέρματα καί θά βουτοῦν ἀπό ψηλά γιά νά κολυμπήσουν στό χρῆμα. Ὑπάρχει, ἐξ ἄλλου, ἡ λαϊκή ρήση «Αὐτός κολυμπάει στό χρῆμα», τήν ὁποία οἱ Ἕλληνες χρησιμοποιοῦμε πολύ πρίν ὁ Ντίσνεϋ ἀνακαλύψει τόν ζάπλουτο τσιγκούνη θεῖο!
Θυμᾶμαι ἕναν παλιό φίλο, στά ἐφηβικά μας χρόνια, πού εἶχε ἀνακαλύψει τό σημεῖο ὅπου ὁ παπποῦς του ἀποθήκευσε μετρητά καί λίρες! «Τί τά θέλει καί τά μαζεύει, δέν μπορῶ νά καταλάβω. Οὔτε ἔξω βγαίνει, οὔτε ἐξοχή πάει, οὔτε γλεντάει! Τί τά θέλει;» ἀναρωτιόταν. Καί κάθε τόσο «ἔβαζε χέρι» στούς τενεκέδες μέ τίς λίρες καί «μᾶς ἔβγαζε ἔξω» ὅλη τήν φοιτητοπαρέα. Καί εἶχε μείνει ἱστορική ἡ πρόποση «Στήν ὑγεία τοῦ τενεκέ!», προκειμένου νά τιμηθοῦν οἱ τενεκέδες ὅπου ὁ «Σκρούτζ», παπποῦς τοῦ φίλου μας, ἀποθήκευε τά κομμάτια τῆς «Βικτωρίας τῆς ὠχρᾶς», τά ὁποῖα ὁ ἐγγονός ἐξαργύρωνε στούς «σαράφηδες» τῆς ὁδοῦ Σοφοκλέους!…
Δέν ξέρω τί ἀπέγιναν οἱ λίρες, καθ’ ὅτι μέ τόν φίλο μας χαθήκαμε. Προφανῶς θά τίς κληρονόμησε ὁ ἐγγονός, ὁ ὁποῖος γνώριζε καλά πῶς νά τίς «ἀξιοποιήσει»…
Ὁ Χιώτης, ὅμως, ἐπαίτης, πού ἄφησε πίσω του ἕνα ἑκατομμύριο εὐρώ καί κάμποσες χιλιάδες «Βικτωρίες», δέν ἔχει κληρονόμους, τούς ὁποίους ἀναζητεῖ ἡ Τράπεζα. Ἄν δέν βρεθοῦν τελικά κληρονόμοι, καλό θά ἦταν νά μήν μείνουν τά χρήματα στήν Τράπεζα, ἀλλά νά διατεθοῦν γιά κάποιο καλύτερο σκοπό. Ἄς ποῦμε, νά διατεθοῦν στό «Χαμόγελο τοῦ παιδιοῦ»…