«Ἐπί τέλους, καλοκαίρι!» σκέφθηκα καί ἄρχισα νά ντύνομαι.
Δέν ἔχεις, ἐδῶ πού τά λέμε, πολλές εὐκαιρίες στήν Ἀθήνα νά φορέσεις ἐκεῖνο τό ἐλαφρό μπλέιζερ μέ τό καλοκαιρινό γκρί πανταλόνι, πού ἀγόρασες πρίν ἀπό χρόνια σέ ξεπούλημα στό Λονδῖνο, πληρώνοντας ἐλάχιστα χρήματα, ἀφοῦ ἐκεῖ οἱ ἐκπτώσεις εἶναι πραγματικές. Οὔτε σοῦ δίνεται συχνά ἡ εὐκαιρία νά διαλέξεις ἕνα ἀπό τά παλιά, τύπου «Παναμᾶ» καπέλα πού κληρονόμησες ἀπό τόν πατέρα σου.
Ἔτσι, ντύθηκα «σάν ἀπό παλιά», πού ἔλεγε ἡ μάνα μου, βγῆκα στόν δρόμο καί κατευθύνθηκα πρός τόν σταθμό τοῦ «Ἠλεκτρικοῦ», μέ προορισμό τήν πλατεῖα Συντάγματος, προκειμένου νά καταθέσω στήν Τράπεζα τά στοιχεῖα τοῦ λογαριασμοῦ μισθοδοσίας πού τύπωσα ἀπό τό Taxis, ὥστε νά καταστεῖ ὁ συγκεκριμένος λογαριασμός «ἀκατάσχετος», μιά καί ποτέ δέν ξέρεις τί μπορεῖ νά σοῦ ξημερώσει στήν σημερινή Ἑλλάδα.
Στό Μοναστηράκι ἄλλαξα συρμό καί σέ λίγα λεπτά ἔβγαινα ἀπό τήν ἔξοδο τοῦ μετρό στήν πλατεῖα. Δέν εἶναι καί ἀπό τίς ὡραιότερες πλατεῖες τό Σύνταγμα. Ἔχει ἕνα γκρίζο χρῶμα, ἀλλά τό γαλανό τοῦ πρώιμα καλοκαιρινοῦ οὐρανοῦ ἔκανε τό κοντράστ, ἀπαραίτητο γιά νά σοῦ ἀλλάξει τήν διάθεση…
Ἀριστερά, στηνόταν μιά σκηνή, κάτι σάν πάλκο συναυλιῶν, ὅπου φιλοξενοῦνται κάποιο ἀπό τά «ταρατατζούμ» μέ τά ὁποῖα ὑποτίθεται ὅτι ψυχαγωγοῦν τόν πολίτη οἱ διάφορες «δράσεις» πού ὀργανώνουν οἱ ὑπηρεσίες τῶν Δήμων μέ ἐπί κεφαλῆς ἀντιδημάρχους καί «εἰδικούς».
Δέν εἶχα καί τόσο καλή διάθεση, σκεπτόμενος κυρίως τό χάλι πού θά συναντοῦσα σέ λίγο στήν πλατεῖα Κολωνακίου, ὅπου τά πάντα ἔχουν παραδοθεῖ στήν «λαμαρίνα» τοῦ ἀπρόσωπου «ἐργοταξίου». «Πᾶνε οἱ ἐποχές πού ἐδῶ ἀνέβλυζαν ἀπό τά τραπεζάκια οἱ εἰδήσεις καί οἱ πληροφορίες» σκεπτόμουν, καθώς διέσχιζα τήν σχεδόν καθαρή πλατεῖα. Κι ἐκεῖ πού ἡ διάθεσή μου εἶχε πέσει στά πολύ χαμηλά, τούς εἶδα!
Ἐκείνη, νέα, ψηλή, καλλίγραμμη, ντυμένη σπόρ. Ἐκεῖνος, μεσῆλιξ, μέ ψαρά μαλλιά, γυαλιά, ντυμένος κλασσικά, μέ λινό πανταλόνι, λευκό πουκάμισο μέ γιακᾶ «ζιβάγκο» καί ἕνα ἐλαφρύ σακάκι, εἶχε σηκωθεῖ σχεδόν στίς μύτες τῶν καλογυαλισμένων ὑποδημάτων του, προκειμένου νά «φτάσει» τήν ἀρκετά ψηλότερη συνοδό του καί τήν φιλοῦσε μέ πάθος στά χείλη.
Τό ζευγάρι ἦταν ἀγκαλιασμένο σφιχτά, ἐκεῖνος τῆς χάιδευε τρυφερά τά μαλλιά. Ἐκείνη τόν εἶχε ἀγκαλιάσει ἀπό τή μέση καί καθώς ἦταν ψηλότερη, ἔμοιαζε σάν νά τόν κανάκευε, σάν νά ἀγκάλιαζε ἕναν νεώτερό της ἄνδρα.
Στάθηκα καί τούς χάζευα. Μέ παραξένεψε ἕνα φιλί μέ τόσο πάθος, σέ δημόσια θέα. Ἕνα φιλί ὄχι δοσμένο ἀπό δύο νέα παιδιά, ὅπως συμβαίνει σέ πολλά σημεῖα τῆς πόλης, σέ εἰσόδους πολυκατοικιῶν, σέ παγκάκια, σέ καθίσματα ὑπαίθριων καφενείων, ἀκόμη καί στά μέσα συγκοινωνίας.
Ἐδῶ, ὅμως, δέν εἴχαμε τέτοιο ζευγάρι. Ἐκεῖνος εἶχε περάσει χωρίς ἀμφιβολία τά πρῶτα «ῆντα», ἐνῶ ἡ παρτενέρ ἦταν χωρίς ἀμφιβολία μέσα στά τελευταῖα «άντα». Καί καθώς ἀπό τό μυαλό μοῦυ περνοῦσαν ὅλες αὐτές οἱ σκέψεις, ἐνῶ γύρω ὁ κόσμος περνοῦσε, σκυθρωπός καί ἀγέλαστος, ἀδιάφορα, ἐκεῖνοι συνέχιζαν τό ζεστό, παθιασμένο φιλί. Πῶς νά μήν σοῦ φτιάξει ἡ μέρα;