Ἄν δέν ἔχεις ἀνέβει στά βουνά…
… ἄν δέν ἔχεις αἰσθανθεῖ τήν ἀνάσα σου νά κόβεται καθώς ἀντικρύζεις –κατάκοπος– τήν κορυφή, ἄν δέν ἔχεις καρφώσει τά κραμπόν στόν πάγο, ἄν δέν ἔχεις σκαρφαλώσει στόν βράχο μέ σχοινί καί πιολέ, ἄν δέν ἔχεις κοιμηθεῖ στήν κορυφή γιά νά δεῖς τόν ἥλιο νά ἀνατέλλει κάτω ἀπό τά ἄρβυλά σου, δέν θά μπορέσεις νά καταλάβεις τήν τρέλλα καί τό πάθος τῆς ὀρειβασίας!
Πρῶτο θέμα στούς τηλεοπτικούς σταθμούς ἡ τραγική ἀπώλεια τοῦ τολμηροῦ ὀρειβάτη Ἀντώνη Σύκαρη, πού ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στά Ἱμαλάια, ἔχοντας κατακτήσει μιά κορυφή στά ὀκτώ χιλιάδες μέτρα!
Τί ἤθελε –θά πεῖτε– αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἕνας ἐπιτυχημένος ἐπιχειρηματίας, ἕνας οἰκογενειάρχης, πατέρας καί παπποῦς, νά βολοδέρνει στό Νεπάλ, μόνο καί μόνο γιά νά πατήσει στήν κορυφή καί νά καρφώσει τήν ἑλληνική σημαία;
Δέν θά τό καταλάβετε εὔκολα, ἄν δέν ἔχετε ἤ δέν εἴχατε, σέ κάποια περίοδο τῆς ζωῆς σας, τήν ἴδια τρέλλα! Νά κάνεις ἕνα σωρό ἔξοδα, νά ἀγοράζεις ὅλα τά ἀπαραίτητα ἐφόδια καί ἐργαλεῖα, νά ἀφήνεις τό σπίτι καί τούς δικούς σου καί νά παίρνεις τά βουνά. Δέν θά ξεχάσω ποτέ ἐκεῖνο τό πρωινό τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1971, ὅταν, μέ τόν θεῖο μου, συμβολαιογράφο Ἀνδρέα Πατσουράκο, πρόεδρο τοῦ Ὁδοιπορικοῦ Πειραιῶς καί τόν ἀδελφό μου, Ἀριστοτέλη, ἀργότερα πρύτανη τῆς Νομικῆς στό Πανεπιστήμιο Strathclyde τῆς Σκωτίας, ἀνεβαίναμε, μέσα σέ μιά καλοκαιρινή καταιγίδα, πρός τήν κορυφή, στό Βελούχι! Μᾶς εἶχε κολλήσει τό μικρόβιο ὁ θεῖος καί ὅποτε βρίσκαμε τήν εὐκαιρία, παίρναμε τά βουνά. Μετά βασάνων καί κόπων, μέ τήν βροχή νά μᾶς μαστιγώνει, μούσκεμα, καλοκαιριάτικα, ἀλλά μέ θερμοκρασία πολύ χαμηλή, πατήσαμε κορυφή!
Ἐπιτρέψτε μου νά σᾶς πῶ ὅτι ὅποτε πατούσα κορυφή, θυμόμουν τόν Κίνγκ Κόνγκ, στήν κορυφή τοῦ Empire State. Ἔτσι, φωνάξαμε «εἴμαστε ἐδῶ ὡς κατακτητές καί πήραμε τόν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ!» Ἕνας πρώην πολεμιστής τῶν ὀχυρῶν τοῦ Ροῦπελ καί τοῦ Ἐλ-Ἀλαμέιν καί δύο εἰκοσάχρονοι φοιτητές, μέσα στήν καταιγίδα, πού δυνάμωνε συνεχῶς! Κάποιες στιγμές ἀναγκαζόμασταν νά πιάνουμε ἀπάγκιο σέ βράχους, φοβούμενοι ὅτι θά μᾶς ἔπαιρνε ὁ ἀέρας! Καί μέσα στόν κακό χαμό, βλέπουμε στό βάθος μιά στάνη! Ἀλλάζουμε λίγο πορεία καί φθάνουμε, μουσκεμένοι ἕως τό κόκαλο, στό κατάλυμα.
Ὁ τσοπάνος πού εἶχε ἀνάψει καί φωτιά, μᾶς κάνει νόημα καί μπαίνουμε μέσα. Ἁπλώνουμε τά πουλόβερ μπροστά στήν φωτιά καί πίνουμε τό γάλα πού μᾶς φιλεύει ὁ ἰδιοκτήτης τῆς στάνης. Κι ἀφοῦ μᾶς κοιτάζει περίεργα, ἀπό ἐπάνω μέχρι κάτω, μᾶς ἀπευθύνει τήν ἐρώτηση:
«Ρέ κί πόσα σᾶς δίνιν γιά ν’ ἀνεβαίνιτ’ ἐδῶ πάν’;!» Αὐτό εἶναι ὅλο τό νόημα τῆς τρέλλας μέ τά βουνά! Νά δίνεις ἐσύ τά πάντα, γιά νά πάρεις τήν χαρά τῆς ἐπιτεύξεως τοῦ –στήν κυριολεξία– ὑψηλοῦ στόχου τῆς κορυφῆς! Νά κοιμᾶσαι στόν ὑπνόσακο, κάτω ἀπό τά ἄστρα, νά κοιμᾶσαι σέ ξωκλήσια, νά μαζεύεις τσάι στίς κορυφές τοῦ Πάρνωνα καί νά πλησιάζεις τό μεγαλεῖο τῆς φύσεως! Δέν εἶναι τρέλλα ἡ ὀρειβασία. Εἶναι ὁ πηγαιμός πρός τά σύννεφα!