Χθές ἦταν πρώτη Ἀπριλίου. Γιά τούς περισσότερους εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς φάρσας
Τηλεφωνήματα, πειράγματα, ἀθῶα ψέματα, γιά νά τιμηθεῖ καί νά κρατηθεῖ τό ἔθιμο. Μεταξύ μας, ἀγαπητοί, δέν δείχνουμε τήν ἀνάλογη ἀγάπη πρός ἄλλα, ἑλληνικότατα, ἔθιμα… Χθές, ὅμως, πρώτη Ἀπριλίου, ἦταν καί ἡ ἡμέρα τῆς κηρύξεως τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος τῆς ΕΟΚΑ! Πρώτη Ἀπριλίου τοῦ 1955, ἡ ΕΟΚΑ, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν στρατηγό Γεώργιο Γρίβα, ἄρχισε τίς ἐπιθέσεις κατά βρεταννικῶν στόχων στήν κατεχόμενη ἀπό τούς Ἄγγλους Κύπρο. Πρώτη Ἀπριλίου τοῦ 1955, ἕνα μικρό νησί, «τά ἔβαζε» μέ μιά ὁλόκληρη αὐτοκρατορία (δέν εἶχε ἀκόμη καταρρεύσει τό βρεταννικό ἰμπέριουμ καί τό «ρούλ Μπριτάνια» ἀκουγόταν, ἔστω καί λιγότερο θορυβῶδες) καί προκαλοῦσε τό παγκόσμιο ἐνδιαφέρον… Ἐμεῖς, στήν Ἑλλάδα, πηγαίναμε τότε στό Νηπιαγωγεῖο. Θυμᾶμαι ὅτι ἡ νηπιαγωγός, ἡ κυρία Ἀνδρομάχη, μέσα στά πολλά τραγούδια πού μᾶς μάθαινε, εἶχε συμπεριλάβει καί τήν διασκευή τοῦ «Κορόιδο Μουσολίνι» (ἐπίσης διασκευή ἀπό τήν ὄμορφη ἰταλική καντσονέτα «καμπανιόλα μπέλα» (ὄμορφη χωριατοπούλα). Τά παιδάκια, λοιπόν, τῶν πέντε καί ἕξι ἐτῶν, τραγουδούσαμε: «Μέ τό χαμόγελο στά χείλη, πάει ἡ ΕΟΚΑ μας μπροστά κι οἱ Ἄγγλοι γίνανε ρεζίλι στῆς Κύπρου τά ὄμορφα χωριά./ Κορόιδο πού ’σαι Χάρντινγκ, πού ὅλο μῦγες χάφτεις/ ἐσύ καί ἡ Ἀγγλία, ἡ πατρίς σου ἡ γελοία τρέμετε ὅλοι τό χακί/…»… Καί μέχρι τό 1960, πού ἡ Κύπρος ἀπέκτησε τήν ἀνεξαρτησία της, τό τραγούδι αὐτό ἀντηχοῦσε παντοῦ. Στίς παρελάσεις, στίς ἐκδρομές, στίς ἐθνικές ἑορτές. Ἦταν τό τραγούδι- ἐμβατήριο στίς πρόβες γιά τήν παρέλαση, ἦταν τό τραγούδι πού τραγουδούσαμε μέ ὅλη μας τή δύναμη στίς «Γυμναστικές ἐπιδείξεις» πρίν κλείσουν τά σχολεῖα, ἀμέσως μετά τόν Ἐθνικό Ὕμνο! Θυμᾶμαι ἀκόμη σάν νά εἶναι τώρα τήν εἰκόνα τῆς κεντρικῆς λεωφόρου τοῦ Πειραιῶς, τῆς Βασιλέως Κωνσταντίνου, γεμάτη μέ χιλιάδες κόσμο, νά ὑψώνουν τίς ἑλληνικές σημαῖες καί νά φωνάζουν ρυθμικά «Ἕ-ε-ενωσις!». Αὐτό ἦταν τό σύνθημα, αὐτή ἦταν ἡ λαχτάρα καί ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐποχῆς. Καί γι’ αὐτό, πιστεύαμε ὅλοι, δινόταν ἐκεῖνος ὁ ἄνισος ἀγώνας στό νησί τῆς Ἀφροδίτης. Καί καθώς προχωρούσαμε τίς τάξεις στό δημοτικό, ὅλο καί μαθαίναμε περισσότερα ὀνόματα. Γρίβας-Διγενῆς, Μιχαήλ Καραολῆς, Ἀνδρέας Δημητρίου, Εὐαγόρας Παλληκαρίδης. Μέ δέος ἔβλεπα στίς ἐφημερίδες τῆς μαμᾶς καί τοῦ μπαμπᾶ (τό πρωί ἡ «Καθημερινή» καί τό μεσημέρι «Τά Νέα» ἔμπαιναν στό σπίτι) τίς φωτογραφίες τῶν ἀγωνιστῶν, τούς ὁποίους οἱ Βρεταννοί ἀπαγχόνιζαν κτηνωδῶς.
Θυμᾶμαι ἀκόμη ὅτι ἕνα ἀπό ἐκεῖνα –πρό τοῦ 1960– καλοκαίρια, πού μᾶς ἐπισκέπτονταν ὁ θεῖος Τόμ (παλαιός ἀξιωματικός τοῦ ἀγγλικοῦ στρατοῦ) καί ἡ θεία Ρούσσα (ἀδελφή τῆς μητέρας μου) ἀπό τό Νιουκάστλ, προκάλεσα μεγάλη ἀμηχανία στό τραπέζι, ὅταν δήλωσα στόν πατέρα μας ὅτι «δέν θέλω νά κάθομαι στό τραπέζι μέ ἐκείνους πού σκοτώνουν τούς ἀδελφούς μας Κυπρίους!»… Ὁ γιατρός μέ μάλωσε «δέν ἐπιτρέπεται στά παιδιά νά μιλοῦν ἔτσι στούς μεγαλυτέρους καί νά ἀσχολοῦνται μέ τήν πολιτική», ἀλλά ἀργότερα, ὅταν βρεθήκαμε μόνοι, μοῦ χάιδεψε τό κεφάλι καί μοῦ ψιθύρισε «καλά τοῦ τά εἶπες, ἐγώ δέν μπορῶ νά τά πῶ, εἶναι φιλοξενούμενος»… Ἡ Κύπρος ἐλευθερώθηκε, ἀλλά ἡ πολυπόθητη Ἕνωσις δέν ἦλθε. Καί σιγά-σιγά ξεχάσαμε τήν ΕΟΚΑ. Ὄχι ὅλοι, εὐτυχῶς…