Ἀποθεώνουν τά διεθνῆ ΜΜΕ δύο νέους Ἕλληνες. Τόν Στέφανο Τσιτσιπᾶ καί τόν Γιῶργο Λάνθιμο. Ὁ ἕνας θριαμβεύει στά γήπεδα τοῦ τέννις καί ὁ ἄλλος συναρπάζει τούς φίλους τῆς ἑβδόμης τέχνης, διεκδικώντας μάλιστα 10 βραβεῖα Ὄσκαρ.
Δέν εἶναι συνηθισμένο γιά τήν πατρίδα μας, τά τελευταῖα τουλάχιστον χρόνια, νά ἀπασχολεῖ θετικά τή διεθνῆ κοινή γνώμη. Γι’ αὐτό καί πρέπει νά εἴμεθα εὐγνώμονες πρός αὐτά τά δύο ἐπιφανῆ τέκνα τῆς Ἑλλάδος, τά ὁποῖα σέ μία ἐποχή σκότους καί δυσθυμίας μᾶς βοηθοῦν νά βγάλουμε τό κεφάλι μας στήν ἐπιφάνεια τοῦ βάλτου.
Θυμᾶμαι μέ συγκίνηση τόν γυιό μου, ὅταν σπούδαζε κινηματογράφο, πού μοῦ μιλοῦσε γιά ἕναν συμφοιτητή του, τόν ὁποῖο πίστευε πολύ. Ἦταν ὁ διάσημος σήμερα σκηνοθέτης Γ. Λάνθιμος, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἀρχικά σοκάρισε τόν διεθνῆ κινηματογραφικό χῶρο μέ τόν «Κυνόδοντα», τόν «Ἀστακό» καί τόν «Θάνατο τοῦ ἱεροῦ ἐλαφιοῦ», ἔρχεται μέ μιά ταινία ἐποχῆς, χρηματοδοτούμενη φυσικά ἀπό τό ἐξωτερικό, νά ξεπεράσει τόν σπουδαῖο Θεόδωρο Ἀγγελόπουλο ἀλλά καί παλαιότερους Ἕλληνες σκηνοθέτες, ὅπως τόν Μιχάλη Κακογιάννη. Ἔχουμε, λοιπόν, κάθε δικαίωμα νά πανηγυρίζουμε, γιατί εἴμαστε μιά μικρή χώρα ἡ ὁποία μάλιστα, τά τελευταῖα χρόνια, ἔχει ἀντιμετωπισθεῖ διεθνῶς μέ πολύ ἄσχημο τρόπο. Νά σταθοῦμε ἰδιαίτερα στίς διακρίσεις τοῦ νεαροῦ ἀντισφαιριστῆ Στέφανου Τσιτσιπᾶ καί νά ἀποδώσουμε ἰδιαίτερη σημασία στά ἀρχαῖα ἑλληνικά ρητά μέ τά ὁποῖα «κοσμεῖ» τίς ἐπιτυχίες του.
Αὐτός ὁ εἰκοσάχρονος ἀθλητής ἦλθε εὐτυχῶς στήν πιό κατάλληλη στιγμή, τήν ὥρα πού ἄλλοι, χωρίς νά ἔχουν δικαίωμα καί χωρίς νά ρωτήσουν κανέναν, καταργοῦν τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα καί ἀποβάλλουν ἀπό τά βιβλία τῆς Ἱστορίας τεράστιες μορφές, γιά νά μᾶς θυμίσει ὅτι εἴμεθα, θέλουμε-δέν θέλουμε, ἐκπρόσωποι καί συνεχιστές τοῦ μεγαλείου τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Λίγες μέρες πρίν, ἕνας ἄλλος ἀθλητής, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ὁ μέχρι πρό τινος πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Ἀντώνιος Κουνάδης, ἀναφέρθηκε στήν ἀρχαιότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου, τήν ἑλληνική, θέλοντας νά ὑπογραμμίσει τήν εὐθύνη μέ τήν ὁποία μᾶς ἔχει φορτώσει ἡ Ἱστορία.
Δυστυχῶς, ἡ σημερινή Ἑλλάδα δέν δείχνει πρόθυμη νά ὑπερασπιστεῖ ἀλλά καί νά διεκδικήσει τήν βαρειά αὐτή κληρονομιά. Ἀντιθέτως, καταβάλλει μέ ἐπιμονή κάθε δυνατή προσπάθεια νά τήν ἀπεμπολήσει καί νά συρθεῖ σέ μία δῆθεν προοδευτική διελκυστίνδα στόν βωμό τῆς λαίλαπας πού ἀποκαλεῖται «παγκοσμιοποίηση». Ἡ ἐμμονή τοῦ Τσιτσιπᾶ στά ρητά τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη δείχνουν τόν δρόμο. Καί θά ἦταν εὐχῆς ἔργον ὅλοι αὐτοί πού ἐτοῦτες τίς μέρες ὑλακτοῦν καί βγάζουν ἄναρθρες κραυγές στόν ἱερό –ὑποτίθεται– χῶρο τοῦ Κοινοβουλίου, νά ἀντιληφθοῦν ποιάν ἀκριβῶς χώρα τούς ἔχει ἀνατεθεῖ ἡ εὐθύνη νά κυβερνήσουν. Σέ ἕναν χῶρο πού φιλοξένησε ρήτορες, φιλοσόφους, ἱστορικούς, θεράποντες ἱκανούς τῶν ἐπιστημῶν καί τῶν γραμμάτων, σήμερα βλέπουμε καί ἀκοῦμε κάτι ἀπίθανους, παρδαλούς καί χωρίς αἰσθητική τύπους νά δολοφονοῦν τήν ἑλληνική γλῶσσα καί πολιτική. Καί θά ἦταν καλό νά θυμηθοῦμε τούς στίχους τοῦ σύγχρονου ποιητῆ καί ραψωδοῦ Διονύση Σαββόπουλου, ὁ ὁποῖος πολύ καθαρά μᾶς λέει γιά τήν «Ἑλλάδα πού ἀντιστέκεται, τήν Ἑλλάδα πού ἐπιμένει, καί ὅποιος δέν καταλαβαίνει, δέν ξέρει ποῦ πατᾶ καί ποῦ πηγαίνει.»