Μιά κυρία, λέει, προσέφυγε δικαστικῶς ἐναντίον κρεοπώλη…
… ὁ ὁποῖος στεγάζεται σέ κατάστημα, στό ἰσόγειο τῆς πολυκατοικίας στήν ὁποία κατοικεῖ καί ἡ ἴδια. Ἡ κυρία ἰσχυρίζεται ὅτι τήν ἐνοχλεῖ ὁ ἦχος τοῦ μπαλτᾶ, μέ τόν ὁποῖο ὁ κρεοπώλης τεμαχίζει τό κρέας στόν πάγκο τοῦ χασάπη!
Ἡ προσφυγή της ἔχει ἀπορριφθεῖ πρωτοβαθμίως καί δευτεροβαθμίως, ἀλλά ἡ ἐγκαλοῦσα ἔφθασε τήν διαμάχη της μέ τόν συμπαθῆ ἐπιχειρηματία στόν Ἄρειο Πάγο!
Πόσο σᾶς κατανοῶ, κυρία μου! Δέν πηγαίνω σέ κρεοπωλεῖα! Δέν ξέρω νά ἐπιλέγω κρέατα. Ἐπιτρέψτε μου νά σᾶς διηγηθῶ τί μοῦ συνέβη, πρό πολλῶν ἐτῶν, στήν πολυκατοικία στήν ὁποία διέμενα τότε, στόν Πειραιᾶ.
Στό ἰσόγειο, λοιπόν, στεγαζόταν ἕνα κρεοπωλεῖο. Ὅταν ἡ μητέρα μου, στήν ὁποία ἀνῆκε ὅλη σχεδόν ἡ πολυκατοικία, τό ἐνοικίασε στόν κρεοπώλη, τῆς ἔβαλα τίς φωνές. Ἐμένα δέν μέ ἐνοχλοῦσε ὁ θόρυβος τοῦ μπαλτᾶ ἤ τῆς μηχανῆς τοῦ κιμᾶ (δέν ἔφθανε, ἐξ ἄλλου, μέχρι τόν τρίτο ὄροφο ὅπου κατοικούσαμε.) Ἁπλῶς, ὅποτε ἔβγαινα, πρωί, ἀπό τήν πολυκατοικία, ἐρχόμουν πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ κάποιον πού ξεφόρτωνε σφάγια καί τά μετέφερε στούς ὤμους του, ἀπό τό φορτηγό-ψυγεῖο. Κάποιες ἄλλες φορές, ἔβλεπα τόν κρεοπώλη νά ἀνεβοκατεβάζει ρυθμικά τόν μπαλτᾶ καί νά κόβει χράτς-χρούτς σέ παϊδάκια τά πλευρά ἑνός ἄτυχου προβάτου…
Τό ὅλον θέαμα μοῦ προκαλοῦσε θλίψη, καθώς ἐρχόταν στό μυαλό μου ἡ δοκιμασία τήν ὁποία περάσαμε, παιδιά, ὅταν ὁ πατέρας μας (πού παρέμεινε παραδοσιακός μέχρις ἐσχάτων), ἀγόραζε τό ἀρνάκι τοῦ Πάσχα ἀπό τόν χειμῶνα, τό ἔφερνε στήν αὐλή μας, τό ταΐζαμε, παίζαμε μαζί του καί τήν Μεγάλη Πέμπτη τό ἔσφαζε γιά νά τό σουβλίσει τήν Κυριακή καί νά γλεντήσουμε μέ συγγενεῖς καί φίλους!
Οὔτε μία φορά, μαζί μέ τόν μικρότερα ἀδελφό μου, δέν βάλαμε στό στόμα μας κρέας ἀπό τά ἀρνάκια πού θυσίαζε ὁ πατέρας στόν βωμό τῆς μεγαλύτερης ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα, θυμᾶμαι μιά φορά, πού ὁ Πλάτων, ὁ μικρός ἀδελφός μου, μέχρι πρό τινος καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Σέφιλντ καί τώρα τῆς Ὀζάκα, ἔκανε τό πασχαλινό μας τραπέζιάνω-κάτω! Πῆγε, λοιπόν, μέ τά χέρια στή μέση καί στάθηκε μπροστά στόν πατέρα μας, πού τήν ὥρα ἐκείνη ἀπολάμβανε τό ἀρνάκι τό ὁποῖο εἶχε μόλις σερβίρει, λέγοντας: Καλά δέν ντρέπεσαι; Τό τρῶνε αὐτό; Ἀπορημένος, ὁ γιατρός, ρώτησε: Τί τό κάνουνε, παιδί μου;. Καί ὁ μικρός, μέ ὅλη του τή δύναμη: Τό θάβουν!
Ἐπιστρέφω τώρα στόν κρεοπώλη μας, τοῦ ἰσογείου. Ἕνα πρωί, ἀκούω ἀπό τό ἰσόγειο τῆς πολυκατοικίας μας σπαρακτικές κραυγές! Μιά γυναίκα οὔρλιαζε καί ἡ φωνή της, προϊόν πόνου, ἀσφαλῶς, ξεσήκωσε τήν γειτονιά!
Κατέβηκα τρέχοντας καί βρέθηκα μπροστά σέ ἕνα φοβερό θέαμα! Ἡ σύζυγος τοῦ κρεοπώλη, ἡ ὁποία ἐπίσης ἐργαζόταν στήν οἰκογενειακή ἐπιχείρηση, εἶχε δεῖ τό δεξί της χέρι νά τό ἀλέθει ἡ μηχανή τοῦ κιμᾶ! Ἦλθε ἀμέσως τό ἀσθενοφόρο, καί ἡ ἄτυχη γυναίκα, πού τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἔκοβε τόν κιμᾶ γύρισε νά δεῖ κάτι στόν δρόμο καί ξεχάστηκε, δέν ξαναφάνηκε στό κατάστημα. Καί σέ λίγο καιρό, τό κρεοπωλεῖο ἔκλεισε! Πῶς νά μήν ἀποφεύγω τά χασάπικα;