Ἡ Ἑλλάς εἶναι χώρα σεισμογενής
Τό μαθαίναμε στό δημοτικό σχολείο. Καί οἱ δάσκαλοι μᾶς ἔλεγαν (ἀπό τότε) «ἄν γίνει σεισμός, μπαίνουμε κάτω ἀπό τά θρανία καί δέν στεκόμαστε ποτέ κάτω ἀπό τήν δοκό τῆς πόρτας». Θυμᾶμαι ἀρκετούς σεισμούς, ἀπ’ ὅταν ἤμουν παιδί. Φοβήθηκα πολύ μόνο στόν σεισμό τοῦ 1981, πού μέ βρῆκε μακρυά ἀπό τό σπίτι μου καί μέχρι νά φθάσω στόν Πειραιᾶ ἀπό τήν Ἀθήνα (ἔκανα δυόμισι ὧρες) ἔτρεμα ἀπό τήν ἀγωνία γιά τό τί θά εὕρισκα ἐκεῖ!
Τότε ὑπῆρχε ἡ κρατική τηλεόραση καί ραδιοφωνία καί οἱ ἐφημερίδες. Ἡ ἐνημέρωση ἦταν ἤρεμη –χωρίς τίς σημερινές ἀκρότητες– καί προσεκτική.
Δέν ὑπῆρχε τό διαδίκτυο, ὅπου, ἔπειτα ἀπό κάθε σεισμό περιμένεις… ἄλλους δέκα! Δέν ὑπῆρχαν τά κατευθυνόμενα, ὕποπτα «τρόλ» (ἀλήθεια, αὐτά θά τά ψάξει ἡ Ἐξεταστική τῆς συμφορᾶς;) πού μέ τό πού θά γίνει σεισμός, τόν ἀποδίδουν στήν γκαντεμιά τοῦ Μητσοτάκη! Ὑπῆρχαν κάποιοι καθηγητές σεισμολογίας, ἀλλά ὅλοι οἱ δημοσιογράφοι, γνωρίζαμε καλά ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἐπιστήμη βρισκόταν (καί βρίσκεται) σέ πρώιμο στάδιο καί δέν μπορεῖ νά ἐκφράσει σαφεῖς καί τεκμηριωμένες ἀπόψεις. Βεβαίως καί τότε ὑπῆρχαν κάποιοι, πού μιλοῦσαν γιά «προβλέψεις», γιά ἐφευρέσεις, οἱ ὁποῖες προέβλεπαν τούς σεισμούς ὅπως τά μαγικά «ραβδιά» ἐντοπίζουν τό νερό. Ἀλλά ἦταν λίγοι, ἐλάχιστοι, ἐκεῖνοι πού ἀπέδιδαν μεγάλη σημασία σέ ὅλα αὐτά… Ἀκόμη καί στούς δύο μεγάλους σεισμούς, τῶν Ἀλκυονίδων, τοῦ 1891 καί τῆς Πάρνηθας, τοῦ 1999, ἡ δημοσιογραφική διαχείριση ὑπῆρξε πιό ἤπια καί σοβαρή ἀπό ὅ,τι σήμερα πού, ὑποτίθεται, ἔχουμε κάνει βήματα πρός τά ἐμπρός.
Δυστυχῶς, ὅμως, φαίνεται ὅτι σήμερα, ἀκόμη καί τά φυσικά φαινόμενα μπαίνουν στό παθιασμένο κομματικό μίξερ καί χρησιμοποιοῦνται ὡς ὅπλα (παλιά τό λέγαμε λάσπη) κατά τῶν πολιτικῶν ἀντιπάλων. «Τό φέις-μπούκ εἶναι ἕνας μηχανισμός μεροληπτικός ἀπέναντι στά γεγονότα καί δέν προστατεύει τούς χρῆστες του ἀπό τήν διάδοση τοῦ μίσους καί τῆς παραπληροφορήσεως. Οἱ ἀλγόριθμοί του θέτουν σέ προτεραιότητα τήν διάδοση ψεύδων, μαζί μέ ὀργή καί μῖσος ἔναντι τῶν γεγονότων» δηλώνει ἡ βραβευμένη μέ Νομπέλ Εἰρήνης δημοσιογράφος Μαρία Ρέτσα, ἀπό τίς Φιλιππῖνες. Πῶς νά μήν προσυπογράψεις, ὅταν συναντᾶς στό «φέις μπούκ» καί τό «τουΐτερ» ἀναρτήσεις ἐπαγγελματιῶν τῆς δημοσιογραφίας, πού χαρακτηρίζουν σημαίνοντα πρόσωπα τῆς πολιτικῆς μας σκηνῆς μέ λέξεις ὅπως «κάθαρμα», «ἀλῆτες», «ψεῦτες» κ.ἄ.; Τί σόι μηχανή εἶναι αὐτή πού ἀνακαλύφθηκε γιά νά κάνει τήν ἀνθρώπινη ψυχή ἀκόμη πιό μαύρη ἀπ’ ὅ,τι ἦταν; Δυστυχῶς, δέν πρόκειται γιά «μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης», ὅπως κατ’ εὐφημισμόν ἀποκαλοῦνται (ὅπως ὁ …Εὔξεινος Πόντος), ἀλλά περί πλατφόρμας κοινωνικῆς ἐξαχρειώσεως, ἀπομονώσεως, μίσους καί ψεύδους. Καί τώρα, πού θά ἀρχίσει τό πανηγυράκι μέ τήν «Ἐξεταστική» γιά τίς χρηματοδοτήσεις τῶν ΜΜΕ, θά πλημμυρίσουν οἱ ποταμοί τοῦ μίσους καί τῆς ἔχθρας, θά φουσκώσει ὁ ὠκεανός τῆς ὑπερβολῆς καί τοῦ ἐντυπωσιασμοῦ. Ὅλα θυσία στήν ἄγρα ψήφων, σέ μιά ἐποχή πού ἡ χώρα –ἀπό κάθε πλευρά καί ἄποψη– βρίσκεται «ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς». Δέν μπορεῖ νά ἠρεμήσει αὐτή ἡ πατρίδα. Καί στό τέλος, ἐνῶ βγάζουμε τά ματάκια μας, θά μᾶς φταῖνε πάλι «οἱ ξένοι». Σιγά, μήν τούς εἴχαμε ἀνάγκη. Καί μοναχοί μας, τά καταφέρνουμε μιά χαρά!