Πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπό τό 1995, ὁπότε μᾶς ἄφησε γιά πάντα ὁ Μέντης Μποσταντζόγλου (Μπόστ), ὁ ἄνθρωπος πού ἐπέβαλε τό δικό του, μοναδικό, ὕφος στόν χῶρο τοῦ Πολιτισμοῦ.
Ἐπιτρέψτε μας σήμερα νά τόν μνημονεύσουμε μέ ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο του «Σκίτσα καί κείμενα»…
«Ὁ φίλος μου ὁ Παῦλος ἐγνώριζε ἀπό καιρό ὅτι ἔγραφα ὡραιότατα ἐλαφρά τραγούδια καί μέ θαύμαζε. Μιά μέρα, τοῦ διάβασα τό τελευταῖο μου, τό “Δάγκωσέ με νά λυσσάξω”.
– Ἔχω ἕνα φίλο συνθέτη. Θέλεις νά τοῦ μιλήσω;
– Δέν ἔχω ἐμπιστοσύνη σέ κανένα συνθέτη, Παῦλο μου. Προσέχω τόν δαντελένιο μου στίχο καί τίς λεπτομέρειες. Δέν ἀρκεῖ οἱ στίχοι μου νά εἶναι καλοί. Πρέπει καί ὁ συνθέτης νά εὑρίσκεται εἰς τό ὕψος των.
– Τό ξέρω. Λέγεται Μίκης Θεοδωράκης. Λαμπρό παιδί ὁ Μίκης. Μόνο πού εἶναι πανύψηλος.
– Κανόνισέ μου ἕνα ραντεβοῦ μ’ αὐτόν τόν Ἐπιμήκη, νά δῶ ἄν μοῦ κάνει κατ’ ἀρχήν. Ἄς βοηθήσουμε καί τούς νέους, τί νά κάνουμε…
Σέ δυό μέρες, ὁ Παῦλος ἔκλεισε ἕνα ραντεβοῦ μαζί του, στίς 2½ , ἔξω ἀπό τοῦ Φλόκα. Πῆγα μέ τήν τσάντα μου κι ἔγιναν οἱ συστάσεις. Μοῦ φάνηκε πολύ ψηλός. Δέν ἔδειξα ὅμως τίποτα καί γιά νά τόν ἐνθαρρύνω, τοῦ μίλησα λιγάκι πατρικά.
– Ἄκουσε, παιδί μου, τοῦ εἶπα ἀφοῦ καθίσαμε. Σήμερα ἴσως κρίνεται ἡ τύχη σου καί τό μέλλον σου. Ἄν τά καταφέρεις μέ τοῦτα δῶ (καί χτύπησα μέ σημασία τήν τσάντα), θά σέ κάνω διάσημο. Ὁ Παῦλος μοῦ μίλησε γιά σένα μέ πολύ καλά λόγια καί μοῦ εἶπε ὅτι ἔχεις κάποιο ταλέντο. Γι’ αὐτό θέλω νά σέ βοηθήσω. Χιλιάδες συνθέτες μοῦ εἶπαν νά τά μελοποιήσουν, ἀλλά ἐγώ διάλεξα ἐσένα.
– Σᾶς εὐχαριστῶ. Θά κάνω ὅ,τι μπορῶ. Θέλετε νά μοῦ διαβάσετε κανένα; Ἄνοιξα τήν τσάντα καί τοῦ διάβασα τρία. Ἕνα γιά τσά-τσά, τό “Κογκολέζα τρελή τσαχπίνα”, ἕνα φόξ “Ἀπόψε κάνεις μάμ” καί τό ταγκό “Πεινῶ”.
– Τέτοια τραγούδια ὁμολογῶ πώς πρώτη μου φορά ἄκουσα. Εἶσθε ἐπαναστάτης τῆς φόρμας. Προτρέχετε τῆς ἐποχῆς σας. Εἰλικρινά σᾶς συγχαίρω.
– Λοιπόν, Ἐπιμήκη, τί καταλαβαίνεις; Τ’ ἀναλαμβάνεις;
– Νά σᾶς πῶ, μοῦ εἶπε, τ’ ἀναλαμβάνω, ἀλλά θ’ ἀργήσω λιγάκι. Ξέρετε, αὐτές τίς ἡμέρες ἐγγράφω κάτι τραγούδια ἀπό τόν “Ἐπιτάφιο” τοῦ Γιάννη Ρίτσου μέ διεύθυνση τοῦ Μάνου Χατζιδάκι. Θέλετε νά μιλήσω τοῦ Μάνου; Εἶναι πολύ φίλος μου…
– Τί εἶναι αὐτός; Συνθέτης; Εἶναι καλός;
– Κάτι παραπάνω ἀπό ἄριστος.
– Ὡραῖα, πές τοῦ Χατζιδάκι σου. Κι ἄν δέν μπορεῖ αὐτός, δέν χάθηκε ὁ κόσμος. Ἐδῶ χιλιάδες συνθέτες μέ παρακαλοῦν. Λοιπόν, κανονίστε τα μέ τόν Παῦλο καί ὁ Παῦλος μέ εἰδοποιεῖ.
Πῆρα τήν τσάντα μου καί πῆγα βιαστικός στό σπίτι. Στό δρόμο εἶδα τά φανάρια μέ τό πράσινο κῦμα κι ἐμπνεύστηκα ἕνα καινούργιο, “Τό πράσινο κῦμα”, μέ τό ὁποῖο θά σάρωνα κυριολεκτικά τό “Δυό πράσινα μάτια μέ μπλέ βλεφαρῖδες”, διότι ἐγώ εἶχα περισσότερα χρώματα. Ἐκτός ἀπό μπλέ “Σίμκα”, εἶχα καί κόκκινα “Φίατ”, πράσινα “Σκόντα” κι ἕνα σωρό ἄλλες μάρκες. Ἔλεγα νά βάλω κι ἕνα φορτηγό, δοκίμασα δυό-τρεῖς φορές, ἀλλά μποτιλιαριζόταν ὁ στίχος καί τό ’βγαλα ἀπ’ τή μέση γιά ν’ ἀνακουφίσω τήν καλή κυκλοφορία τῶν ἄλλων ἰδιωτικῶν. Στή θέση τοῦ φορτηγοῦ ἔβαλα ἕνα καμιόνι, διότι τό καμιόνι πήγαινε ὡραιότατα μέ τό κρυώνει. “Φυσάει καί τρέχει τό καμιόνι, ἐνῶ ὁ τροχονόμος κρυώνει”…
Στό τέλος, βγῆκε πολύ συγκινητικό, διότι ἔβαλα τό καμιόνι νά πατάει καί μιά γριά».

