Ἦταν ὄχι ἁπλῶς συγκινητικό, ἀλλά κάτι πολύ περισσότερο αὐτό πού συνέβη στόν χῶρο τῆς «Μάντρας», ὅπου οἱ Γερμανοί ἐξετέλεσαν δεκάδες Ἕλληνες πολῖτες στίς 17 Αὐγούστου τοῦ 1944, στό περίφημο «Μπλόκο τῆς Κοκκινιᾶς».
Στεκόμουν ὄρθιος, ἀκουμπῶντας σ’ ἕναν πέτρινο τοῖχο, καί σκεπτόμουν ὅτι ἐκεῖ μπορεῖ νά ἀκουμποῦσε ὁ πατέρας μου, πού ἦταν μεταξύ τῶν μελλοθανάτων, τούς ὁποίους εἶχαν συγκεντρώσει οἱ βάρβαροι κατακτητές σ’ ἐκεῖνον τόν αἱματοβαμμένο χῶρο. Εὐτυχῶς, ὅταν ὁ καταδότης πλησίασε πρός τό μέρος του καί ρωτήθηκε ἀπό τούς Γερμανούς, ἐκεῖνος τόν ὁποῖον ὁ πατέρας μου δέν ἀναγνώρισε εἶπε «ὁ γιατρός δέν εἶναι κομμουνιστής» καί τόν ἄφησαν νά φύγει. Κι ὁ γιατρός, πού ἀνῆκε στό ΕΑΜ, ὅπως πολλοί μή κομμουνιστές, βγαίνοντας σκαρφάλωσε σέ ἕνα φορτηγό καί εἶδε τό ἀποτρόπαιο μαζικό ἔγκλημα τῶν Γερμανῶν καί τά σωριασμένα κορμιά τῶν ἄτυχων πολιτῶν, τούς ὁποίους οἱ Γερμανοί δολοφονοῦσαν ἐν ψυχρῷ «ὡς ἀντίποινα» γιά μιά ἀντιστασιακή ἐνέργεια τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων.
Ἐκεῖ, λοιπόν, ὁ Δῆμος Νικαίας ὀργάνωσε μιά ὑπέροχη βραδυά, σέ συνεργασία μέ τήν δραστήρια, ἱστορική πλέον Πνευματική Ἑστία Νικαίας (ΠΕΝ) καί τήν συμφωνική ὀρχήστρα τοῦ Ὠδείου τῆς πόλεως, ἀφιερωμένη στό «ἀστικό τραγούδι τοῦ ’40», πού ἀποτελεῖ κληρονομιά πολύτιμη καί ἀκριβή.
Μιά ὑπέροχη ὀρχήστρα, μέ σολίστ τούς καθηγητές κιθάρας Στέλιο καί Γιῶργο Γκόλγκαρη καί μαέστρο τόν Ἀλέξανδρο Χαλάψη, δύο ἐξαιρετικοί ἠθοποιοί-ἑρμηνευτές, ὁ Γιάννης Μπέζος καί ἡ Τάνια Τρύπη καί ὁ βαρύτονος Ἀλέξανδρος Πισκιούλης, γέμισαν τόν χῶρο μέ ἤχους πού μᾶς θύμισαν τά οἰκογενειακά μας γλέντια, τίς καλοκαιρινές βραδυές σέ παραλίες, ὅπου ἐξέδραμαν οἰκογένειες μέ φορτηγά «ἀνατρεπόμενα» αὐτοκίνητα καί κοιμόντουσαν «στρωματσάδα», ἀφοῦ προηγουμένως εἶχαν τραγουδήσει «Τό τράμ τό τελευταῖο» καί κάποιες παραστάσεις στά συνοικιακά θερινά σινεμά, ὅπου ἐμφανίζονταν σπουδαῖοι ἠθοποιοί καί τραγουδοῦσαν ἀποσπάσματα ἀπό ὀπερέττες καί ἐπιθεωρήσεις.
Γεμᾶτος ἀγάπη καί ἀλήθεια ὁ λόγος τοῦ «σοφοῦ» πλέον Γιάννη Μπέζου, ὁ ὁποῖος ἀνεφέρθη στούς σπουδαίους ἐκείνους δημιουργούς, τόν Κώστα Γιαννίδη, τόν Ἰωσήφ Ριτσιάρδη, τόν Μιχάλη Σουγιούλ, τόν Νῖκο Γούναρη, οἱ ὁποῖοι, μέ τίς μελωδίες τους, κράτησαν συντροφιά στούς Ἕλληνες σέ ἐποχές δύσκολες καί σκοτεινές. Ἐξαιρετικές οἱ ἐνορχηστρώσεις τοῦ Γιάννη Παπαζαχαριάκη. Θυμᾶμαι πάντα τόν Ἀλέκο Σακελλάριο νά λέει στήν παρέα: «Τά καλύτερα τραγούδια μας τά γράψαμε στήν Κατοχή», θέλοντας νά δείξει ὅτι τό τραγούδι ἦταν ἡ διέξοδος, ἦταν ἡ βαλβίδα ἀσφαλείας, πού ἄφηνε νά ξεφύγει λιγάκι ὁ ζόφος τῆς Κατοχῆς καί τῆς βαρβαρότητας τῶν κατακτητῶν.
Ὅλα ἦταν ὑπέροχα. Ὁ χῶρος, πού ἐμπνέει σεβασμό, ἡ τρυφερότητα τῶν ἑρμηνευτῶν στά τραγούδια πού μᾶς χάρισαν, ἡ ἐξαίρετη ἀπόδοση τῆς ὀρχήστρας. Ἔπαινος ἀξίζει στό Ὠδεῖο Νικαίας, πού παρά τίς δυσκολίες πού αντμετωπίζει (πρέπει νά δείξει περισσότερο ἐνδιαφέρον ὁ Δῆμος γι’ αὐτό τό κόσμημα τῆς πόλεώς του) ἔχει σήμερα 450 (!) μαθητές καί μαθήτριες καί ἑτοιμάζει τούς νέους σπουδαίους σολίστ καί μαέστρους.
Μιά παράκληση πρός τόν Δῆμο. Ὅταν ὀργανώνονται τέτοιες ἐκδηλώσεις, καλό θά εἶναι νά «ἀπομονώνεται» κατά τό δυνατόν ὁ περιβάλλων χῶρος. Δέν ταιριάζει νά ἀκοῦς «Παιδιά τῆς Ἑλλάδος Παιδιά» καί νά κουδουνίζουν ἀπ’ ἔξω τά ποδηλατάκια ἤ νά ἀκούγονται τά σκυλάκια πού βγάζουν περίπατο οἱ κάτοχοί τους στήν πλατεῖα.