Ἡ 28η Ὀκτωβρίου ἄρχιζε μέ τό γραμμόφωνο
Ἕνα παλιό Columbia, πού γιά νά πάρει καλά μπρός, ἔπρεπε νά κλαψουρίσει σέ κανά-δυό δίσκους μέχρι νά φτάσει ἐπακριβῶς στίς 78 στροφές καί ν’ ἀκουστεῖ γάργαρη καί καθαρή (πάντα μέ ἐκεῖνο τό χαρακτηριστικό χράτς-χρούτς τῆς βελόνας-καρφί) ἡ ἐπική φωνή τῆς Σοφίας Βέμπο, πού τραγουδοῦσε ἐκεῖνο τό πολεμικό ἐμβατήριο, σέ ποιμενικό ὕφος, μέ τό κλαρῖνο νά μουρμουρίζει ἐκεῖνες τίς ντιμινουίτες καί τά γυρίσματα πού τόνιζαν ἀκόμη περισσότερο τό βουκολικόν-πολεμικόν τοῦ ἄσματος… «Βάζει ὁ Ντοῦτσε τήν στολή του»… Καί θυμᾶμαι τό κλάμα πού ἔρριξα ὅταν ἡ ἐγγονή μου, ἡ λατρεμένη μου Σταματίνα, ἦρθε, ντυμένη νοσοκόμα, μαζί μέ τήν γιαγιά της, περήφανη κι αὐτή, παιδί τοῦ μεταπολέμου, καί μοῦ τό τραγούδησε, ὁλόσωστα! «Γιατί ὁ παπποῦς ἔκλαιγε πού τοῦ τραγούδησα; Δέν τοῦ ἄρεσε;» εἶπε στήν γιαγιά της. Κι ἔκατσα νά τῆς δικαιολογοῦμαι. «Δέν ἔκλαιγα, καλό μου κορίτσι. Ἕνα σκουπιδάκι μπῆκε στό μάτι μου!». Τί σκουπιδάκι; Ὁλόκληρο μαδέρι ἡ συγκίνηση μέ εἶχε πνίξει ὁλοσχερῶς! Καί καθώς τήν ἄκουγα νά τραγουδάει, περνοῦσε μπροστά μου ὅλη μας ἡ ζωή. Ὁ Θεῖος Ἀνδρέας νά πολεμᾶ στό Ἐλ-Ἀλαμέιν, ὁ θεῖος Σπῦρος νά μάχεται στό Τεπελένι, ὁ μπαμπᾶς νά χειρουργεῖ στά πρόχειρα νοσοκομεῖα τοῦ Μετώπου, ἡ μάνα μας νά τρέχει νά φυλαχτεῖ ἀπό τίς συμμαχικές βόμβες φορῶντας γιά κράνος τήν κατσαρόλα μέ τήν ὁποία ἔτρεχε στά συσσίτια!
Τί ἔζησε ἐκείνη ἡ γενιά! Ἀπό ποιές συμπληγάδες πέρασε καί ἐπιβίωσε, γιά νά ἀπολαύσει στά ἔσχατα τῆς ζωῆς της ἐλευθερία καί προκοπή! Καί πρόκοψε ἐκείνη ἡ γενιά καί σήκωσε τήν Ἑλλάδα στίς πλάτες της, ἀντιστεκόμενη στήν τότε καί τήν μετέπειτα ἐπιβουλή…
Κι ὕστερα περνοῦσε μπροστά μου ἡ ἀδελφή μας, πού μᾶς μεγάλωσε, στήν κυριολεξία, καθώς οἱ γονεῖς μας ἐργάζονταν σκληρά καί οἱ δύο. Κι ὁ ἀδελφός μας ὁ μεγάλος, πού ἦταν σμηνίτης καί καμάρωνε μέ τό δίκωχό του! Τί χρόνια, Θεέ μου! Μέσα σέ μιά Ἑλλάδα πού ἀγκομαχοῦσε, μέ τίς πληγές τοῦ Πολέμου νωπές, ἀλλά μέ πορεία μόνο πρός τά ἐμπρός!
Ἔτσι καί χθές, σηκώθηκα πρωί-πρωί, ἔφτιαξα ἕναν βαρύ καφέ καί ἄρχισα τήν προετοιμασία. Ἄκουσα πρῶτα τό «Κορόιδο Μουσσολίνι», ἐκείνη τήν μυθική διασκευή τῆς ἰταλικῆς λαϊκῆς καντσονέτας “Campagniola Bella” (μικρή χωριατοπούλα), τήν ὁποία ὁ Οἰκονομίδης μετέτρεψε σέ πολεμικό Θούριο, ὁ ἀθεόφοβος! Καί ὁ ὑπέροχος Νῖκος Γούναρης, νά κελαηδάει «ἀκόμα καί στή Ρώμη γαλανόλευκη θά ὑψώσουμε σημαία Ἑλληνική!». Μεταξύ μας, εὐτυχῶς πού ἡ Ρώμη γλύτωσε καί δέν τήν κάναμε τσιμέντο ὅπως τήν Ἀθήνα!
Κι ὕστερα, ἀκολούθησαν τά ἐμβατήρια, ἀπό τόν μοναδικῆς ὀμορφιᾶς δίσκο πού ἔφτιαξε ὁ Μᾶνος Χατζιδάκις στόν «Σείριο» ὑπό τόν γενικό τίτλο «Ἑλλάς, ἡ χώρα τῶν ἐμβατηρίων».
Καί κατά τίς ἕντεκα, φόρεσα τό καλό γκρί ριγέ κοστούμι, πουκάμιο καί γραβάτα καί πῆγα νά βρῶ τήν παρέα στήν καφετέρια, γιά νά «πιάσουμε πόστο» στήν λεωφόρο καί νά ἀπολαύσουμε τήν παρέλαση!
Ὑγεία νά ’χουμε καί νά ’μαστε ἐκεῖ καί τοῦ χρόνου! Χρόνια μας πολλά καί πάντα στήν καρδιά μας ἡ Ἑλλάδα, ἀγαπητοί!