Χριστούγεννα, βράδυ, ξεκούραση, θαλπωρή, σπίτι. «Σπιτικές οἱ γιορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῆς Πρωτοχρονιᾶς» ἔλεγαν οἱ γονεῖς.
Ὅλα τά χρόνια πού ἐργάσθηκα ὡς μουσικός, τά βράδυα τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων καί τῆς Πρωτοχρονιᾶς, στά «ρεβεγιόν» ἤμουν πάντα ἄκεφος. Τά πλῆκτρα μοῦ φαίνονταν βαριά καί ἀποροῦσα μέ ὅλους ἐκείνους πού ἄφηναν τά σπίτια τους γιά νά στριμωχθοῦν σέ μία πίστα ἤ γιά νά ἀκούσουν τούς «βάρδους» τοῦ λαϊκοῦ τραγουδιοῦ (ἔπαιξα καί κοντά τους). Ἔκτοτε, ἀφ’ ὅτου ἄφησα τό ἐπάγγελμα ἐκεῖνο (μόλις ἄρχισα νά πληρώνομαι ἀπό τίς ἐφημερίδες), δέν βρέθηκα ποτέ ἐκτός σπιτιοῦ τίς παραμονές.
Ἔτσι καί προχθές, βυθίσθηκα στήν μπερζέρα καί μέ ἕνα καλό «Μεταξᾶ» κι ἕνα ποῦρο, ἄρχισα νά περιπλανῶμαι στά «κανάλια», πού τά εἶχε καταλάβει ὅλα οἶστρος γιά τήν ἀπώλεια τοῦ «ἄρχοντα τῆς νύχτας».
Δέν θυμᾶμαι νά ἔγινε τό ἴδιο γιά τήν Μαρία Κάλλας ἤ γιά τόν Γρηγόρη Μπιθικώτση! Καί μέσα στήν περιπλάνηση, «σκαλώνω» στό «Ὄπεν», μέ μία ἀμερικάνικη ταινία, μέ ἕναν ἅγιο Βασίλη, καί στήν συναυλία τοῦ Διονύση Σαββόπουλου στήν ΕΡΤ. Ἀπό τή μία ἡ ἁπλοϊκή –ἀλλά τόσο ἀνθρώπινη– ἱστορία, μέ βάση τό μεγάλο ἐρώτημα «Ὑπάρχει ὁ ἅγιος Βασίλης;», καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἅγιος Διονύσης τῆς νιότης μας, ὁ Διονύσης, πού τόσα δῶρα ἁπλόχερα μᾶς πρόσφερε, πού συντρόφεψε τήν κρίσιμη ἡλικία μας καί μᾶς ἔπεισε «μέ ποιόν νά πᾶμε καί ποιόν ν’ ἀφήσουμε».
Κι «ἔπαιζα» μέ τό τηλεκοντρόλ. Κι ἀπολάμβανα τήν τρυφερή «ἀμερικανιά», γυρνῶντας το καί στόν Διονύση, πού μέ τήν ἐξαίσια συμφωνική ὀρχήστρα τῆς ΕΡΤ, ἀπό τό Μέγαρο Μουσικῆς, ἅπλωνε στόν καμβᾶ τῆς ἡμέρας ἐκεῖνα τά φλογερά του τραγούδια.
Τήν μιά στιγμή νά βλέπω τήν τρυφερότητα τῶν παιδικῶν ψυχῶν, νά ὑγραίνονται τά μάτια μου, καθώς ὁ ἅγιος Βασίλης ἑνός πολυκαταστήματος πάσχιζε νά πείσει ὅτι ἦταν ὁ ἀληθινός κομιστής τῆς εὐτυχίας τῶν παιδιῶν, καί τήν ἄλλη νά βλέπω τόν Διονύση, στά ὀγδόντα του πιά, σχεδόν φωτογραφία ἑνός ἅγιου Βασίλη στά μαῦρα, νά μοῦ θυμίζει τίς παλιές μου ἀγάπες, τά βράδυα πού μέ μιά κιθάρα στά χέρια μάζευα γύρω μου ὅλους τούς φίλους στά πάρτυ κι ἔπαιζα «Μήν μιλᾶς ἄλλο γι’ ἀγάπη» ἤ, ἄν ὑπῆρχε πιάνο στό σπίτι τοῦ οἰκοδεσπότη, νά παίζω ἀσταμάτητα ὅλα του τά τραγούδια, πού μέχρι καί σήμερα τά θυμᾶμαι, δίχως νά καταφεύγω σέ παρτιτοῦρες.
Ἄν ἤξερε ὁ Διονύσης πόσες τρυφερές ψυχές γοήτευσαν τά τραγούδια του ἐκεῖνα τά βράδυα καί πόσοι φίλοι μέ κοίταζαν περίεργα, πού μάζευα ὅλα τά κοριτσόπουλα γύρω μου, θά χαμογελοῦσε καί θά μοῦ σφύριζε στ’ αὐτί «Μπαγασάκο, τούς τό χάλασες τό πάρτυ»…
Καί καθώς ὁ ἅγιος Βασίλης κέρδιζε τήν μάχη καί ὁ δικαστής, πού θά ἀποφάσιζε ἤ ὄχι γιά τήν ὕπαρξή του ἀναφωνοῦσε «ναί, ὑπάρχει!», γύριζα στό Μέγαρο καί σήκωνα ψηλά τήν γροθιά, ὅπως τότε ὅταν ἄκουγα τό «Σήκω καρδιά μου, δῶσε ρεῦμα, βάλε στά ὄργανα φωτιά!»…
Δύο ὧρες στά σύννεφα, μαζί μέ τήν «Συννεφούλα» καί μέ τό ἕλκηθρο τοῦ ἅγιου Βασίλη, ἕνα ἀπό τά πιό τρυφερά χριστουγεννιάτικα βράδυα. Ἴσως νά συνέβαλε καί ὁ «Μεταξᾶς» ἴσως καί ὁ Φιντέλ μέ τό ποῦρο του. Νά μᾶς ἔχει ὁ Θεός γερούς, ὅπως λέει ὁ Διονύσιος, ὁ μελωδός τῆς γενιᾶς μας.