Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 28 Ἰουλίου 1919
Ἕνας ὁδηγός τοῦ τράμ, ἐκτελῶν ἐρασιτεχνικῶς καί τά χειρουργικά, μοῦ ἔκαμε τήν ἀπολογίαν τῆς εἰδικότητος.
– Κόβομεν! μοῦ εἶπεν. Αὐτό εἶνε ἡ ἀλήθεια. Ὅπως καί οἱ σωφέρ τῶν αὐτοκινήτων, ὅπως καί οἱ ἁμαξάδες, ὅπως καί οἱ ὁδηγοί τῶν ὁδοστρωτήρων ἀκόμη, κόβομεν. Κόβομεν ἀνθρώπους καί ζῷα. Συχνότερα, ἐννοεῖται, τούς πρώτους ἀπό τά τελευταῖα. Ἀλλά πρέπει νά μᾶς ἐρωτήσετε καί γιατί κόβομεν. Διότι φαντάζεσθε, βέβαια, ὅτι δέν τό κάμνομεν ἀπό ἁπλῆν εὐχαρίστησιν. Καί μοῦ ἀνέφερε μερικά παραδείγματα, ἐξ ἐκείνων ποῦ ὑποπίπτουν καθημερινῶς εἰς τήν ἀντίληψιν ὅλων μας, καί τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν, ὅτι οἱ Ἕλληνες, περισσότερον ἀπό ὅλους τούς ἄλλους λαούς, ἔχουν τήν εἰδικότητα νά κόβωνται, συνεχίζοντες τό τραγικόν παράδειγμα τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου Χιώτη τῆς Τουρκοκρατίας, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν εἰς τόν ἀγᾶν:
– Κόψε με, ἀγᾶ μου, ν’ ἁγιάσω! Βεβαίως, οὔτε ὁ κάθε ὁδηγός συγχρόνου κινουμένου εἶνε πλέον ἀγᾶς, οὔτε οἱ σύγχρονοι Ἀθηναῖοι πιστεύουν, ὅτι πρόκειται ν’ ἁγιάσουν, ἐάν κοποῦν ἀπό τό τράμ ἤ τό αὐτοκίνητον. Καί ἐν τούτοις εἶνε ἀπολύτως βέβαιον, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἐξερχόμενοι ἀπό τά σπίτια των μέ τήν ἀπόφασιν νά κοποῦν. Τό πεζοδρόμιον εἰς τήν Ἑλλάδα δέν ἀποτελεῖ καμμίαν κυριολεξίαν. Οἱ πεζοί βαδίζουν κατά προτίμησιν εἰς τό μέσον τοῦ δρόμου καί, ὄχι μόνον βαδίζουν, ἀλλά καί συζητοῦν τάς ὑποθέσεις των καί διαβάζουν τήν ἐφημερίδα των καί προσεύχονται ἐνίοτε. Καί εἰς τάς παλαιοτέρας μέν ἐποχάς τό κλασσικόν «βάρδα ἐμπρός» ἐκ τοῦ Ἰταλικοῦ γκουγάρντα, τό ὁποῖον ὁ ἀείμνηστος Ἰσιδωρίδης Σκυλίτσης εὕρισκεν ἀδόκιμον καί ἐπικίνδυνον, ἐπειδή, βαδίζων κανείς «ἐμπρός», κατά τό παράγγελμα, ἔχει ὅλας τάς πιθανότητας νά κοπῇ, ἔσωζεν ὁπωσδήποτε τούς περισσοτέρους. Σήμερον ὅμως, ποῦ ἡ σειρήν τοῦ αὐτοκινήτου καί τό κουδοῦνι τοῦ τράμ δέ λέγουν οὔτε «ἐμπρός», οὔτε ὀπίσω καί οὔτε δίδουν καιρόν σκέψεων καί ἑρμηνειῶν, τά πράγματα εἶνε διαφορετικά. Καί ἑπομένως ἔπρεπε καί οἱ ἄνθρωποι νά γίνουν διαφορετικοί ἀπέναντι τῶν νέων κινδύνων.[…]
– Αὐτοί, ποῦ κόβονται κυρίως, μοῦ εἶπε, δέν εἶνε αὐτοί ποῦ περπατοῦν ἀπάνω στή γραμμή, σάν νά ἦταν τράμ οἱ ἴδιοι. Αὐτοί συνήθως γλυτώνουν. Τούς κουδουνίζουμε, τούς σφυρᾶμε, τούς φωνάζουμε, ἐπί τέλους σταματοῦμε ἐμεῖς, καί τήν γλυτώνουν μ’ ἕνα βρισίδι.
– Ὥστε ὑπάρχουν καί τέτοιοι; τοῦ εἶπα.
– Πολλοί! Καί ἰδίως κουφοί… Οἱ κουφοί ἔχουν τήν ἀδυναμίαν νά περπατοῦν ἀπάνω στῇς γραμμές. […]
– Δέν εἶνε λοιπόν, ἐξηκολούθησεν ὁ ἀπολογούμενος, αὐτοί ποῦ χρησιμοποιοῦν τῇς γραμμές μας, μέ τό δικό τους ρεῦμα. Εἶνε αὐτοί ποῦ μᾶς βγαίνουν ξαφνικά μπροστά. Τά περισσότερα φρένα τῆς Ἑταιρείας, εἶνε χαλασμένα γιά τό χατῆρί τους. Αἴ! αὐτό, κύριε, δέν τό κάνει ποτέ οὔτε σκύλος, οὔτε γάτα, οὔτε κόττα. Μόνον ἄνθρωποι τό κάνουν. […]
– Δέν μοῦ λές; τόν ἐρώτησα. Ἄνδρες κόβετε περισσότερους ἤ γυναῖκες;
– Ἄνδρες! μοῦ εἶπε κατηγορηματικῶς. ᾙ γυναῖκες ἔχουν περισσότερο τά μυαλά τους, ὅταν περπατοῦν στό δρόμο. Προσέχουνε καί κυρίως δέν τά χάνουνε εὔκολα. Δέν ἔχουν, βλέπεις, καί σκουτοῦρες στό κεφάλι τους! ᾙ γυναῖκες ὅμως ἔχουν κάτι ἄλλο. Κατεβαίνουν ὅλες ἀνάποδα.
– Ὅλες;
– Ὅλες γραμμή… Καί πέφτουν. Σηκώνονται ὅμως! Ἔχουν γερή κράσι. Σπάνιο νά πάθῃ γυναῖκα ἀπό πέσιμο!
– Ὥστε;
– Τί ὥστε; ἀνεστέναξεν ὁ πεπειραμένος ὁδηγός. Τό ἀποτέλεσμα εἶνε ὅτι ὅλοι μας ἔχουμε γείνει καρδιακοί. Καί αὐτά μέν ἀπολογοῦνται οἱ κόβοντες. Τί ἀπολογοῦνται οἱ κοβόμενοι δέν γνωρίζω. Θά προσπαθήσω ὅμως νά λάβω καί τήν ἀπολογίαν τῶν δευτέρων, εἰς πρώτην εὐκαιρίαν. Ἐπί τέλους δέν πρέπει νά δικάζῃ κανείς «πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃ». Ἐκεῖνο ποῦ εἶνε ἀπολύτως βέβαιον, εἶνε ὅτι τά μέσα τῆς συγκοινωνίας, καί παντοῦ μέν, κατ’ ἐξοχήν ὅμως εἰς τήν Ἑλλάδα, κάμνουν ἐρασιτεχνικῶς καί ὀλίγην χειρουργικήν. Καί ἡ λαϊκή σοφία τό γνωρίζει αὐτό. Πρό ἐτῶν, κατά τήν προηλεκτρικήν ἐποχήν, ὄτε ἐλειτούργει ὁ περίφημος ἀτμήλατος Καλοσούρτης (ἐκ τοῦ καλός καί σύρω, ὑποθέτω) ἐνθυμοῦμαι μίαν ἐπίκλησιν, τήν ὁποίαν ἀπέτεινε πρός αὐτόν κἄποιος ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ.
– Βάστα λιγάκι, κύριε Ἀρεταῖε! Νά χαρῇς!… Ἀρεταῖος ἦτον ὁ περίφημος καί σχεδόν μοναδικός χειροῦργος τῆς ἐποχῆς. Σήμερον εὐτυχῶς ἐπολλαπλασιάσθησαν καί τά μέσα τῆς συγκοινωνίας καί οἱ καλοί χειροῦργοι. Καί ὁ παλαιός ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ θά ἐδυσκολεύετο πολύ νά προσφωνήσῃ μέ τόν ἴδιον τρόπον τό ἴδιον πρᾶγμα. Θά διέτρεχε τόν κίνδυνον νά ἀδικήσῃ, ἀκουσίως του, τόσους καλούς χειρούργους.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ