Τό βράδυ τῆς 23ης πρός τήν 24η Ἰουλίου τοῦ 1974, «βαπτίσθηκα» στήν κολυμβήθρα τῆς δημοσιογραφίας.
«Ποιός ἔχει αὐτοκίνητο;» ρώτησε ὁ Κώστας Κύρκος στά γραφεῖα τοῦ Γιάννη Παπαγεωργίου, στήν Βησσαρίωνος 3. Σήκωσα τό χέρι καί μοῦ εἶπε «ἔφυγες γιά ἀεροδρόμιο»… Εἴχαμε καί τότε «καύσωνα» στήν Ἀθήνα. Ἀλλά δέν εἴχαμε φωτιές ἀνά τήν Ἑλλάδα. Δέν καιγόταν ἡ χώρα σάν λαμπάδα τῆς Λαμπρῆς, κάθε πού θά ἄρχιζαν οἱ ζέστες τόν χορό τους μέ τά μελτέμια.
Τύχη ἀγαθή, ἔζησα ἐκείνη τήν ἱστορική ἡμέρα. Βρέθηκα στό ἀεροδρόμιο, κραδαίνοντας μιά ταυτότητα ἀθλητικῆς ἐφημερίδας πού ἔγραφε «Τύπος» καί εἶχε τήν φωτογραφία μου, πέρασα τούς –ἀνύπαρκτους σχεδόν– ἐλέγχους καί βρέθηκα στήν πίστα τοῦ ἀεροδρομίου. Εἶδα τόν Καραμανλῆ νά κατεβαίνει ἀπό τό προεδρικό ἀεροσκάφος τῆς Γαλλίας. Ἀκολούθησα τήν πορεία τῶν ὀχημάτων ἀπό τό ἀεροδρόμιο ὥς τό Σύνταγμα. Τρύπωσα παντοῦ μέ τούς «μεγάλους» δημοσιογράφους καί εἶδα τό ὄνομά μου στήν τελευταία σελίδα τῆς «Ἀθηναϊκῆς», πού ἐπανακυκλοφοροῦσε μετά ἀπό ὀκτώ χρόνια. «Νεαρέ, εἶσαι τυχερός. Καθιερώθηκες καί κοίταξε νά πετύχεις» μοῦ εἶπε ὁ ἀείμνηστος πολιτικός συντάκτης Γιῶργος Σπορίδης, μέντοράς μου, μαζί μέ τόν σπουδαῖο Γιῶργο Ἀναστασόπουλο. Κι ἔφτασα σήμερα, σαράντα ἐννέα χρόνια ἀργότερα, νά λέω ὅτι κουράστηκα!
Κουράστηκα νά βλέπω κάθε καλοκαίρι τήν πατρίδα μου νά τυλίγεται στίς φλόγες. Κουράστηκα νά βλέπω ἡρωικούς πυροσβέστες, ἐθελοντές μέ αὐτοθυσία, πιλότους-καμικάζι, κατοίκους μέ μάνικες καί, γενικῶς, ἕναν κόσμο πού ὅλο τόν χειμῶνα συζητᾶ τό «πῶς θά σχεδιάσει τήν ἀντιπυρική δράση» καί τό καλοκαίρι βρίσκεται μέ τά χέρια κατεβασμένα! Κουράστηκα νά βλέπω πρωθυπουργούς νά «προεδρεύουν συσκέψεων», οἱ ὁποῖες οὔτε οὐσία οὔτε ἀποτέλεσμα ἔχουν. Κουράστηκα νά βλέπω ὑπουργεῖα-κελύφη, μέ πομπώδεις ἐπωνυμίες «Κλιματικῆς Ἀλλαγῆς» καί λοιπά, τά ὁποῖα εἶναι ἀντίγραφα τῶν γνωστῶν μας γιά τήν ἀναποτελεσματικότητά τους ὑπουργείων. Κουράστηκα νά διαπιστώνω –ἀπό τά ἀνάγλυφα τῶν πυρκαϊῶν– ὅτι πρόκειται γιά μεθοδευμένα σχέδια ἐμπρηστῶν καί νά μήν ἔχει συλληφθεῖ οὔτε ἕνας ἀπό δαύτους πού καταστρέφουν τήν πατρίδα μου.
Κουράστηκα νά ἀκούω τούς πυροσβέστες νά φωνάζουν ὅτι «χρειάζονται κι ἄλλοι πολλοί» τους, γιατί αὐτοί «δέν φτάνουν», καί τό κράτος νά γεμίζει μέ «μετακλητούς». Κουράστηκα, ἐπίσης, νά ἀκούω τούς «βαλτούς» νά φωνάζουν «γιατί δέν ἀγοράζουμε Κανανταίρ», ὅταν εἶναι γνωστό ὅτι τά ἀεροσκάφη αὐτά δέν ὑπάρχουν πλέον στήν παραγωγή! Κουράστηκα νά μετρῶ θύματα καί νά καταθέτω λουλούδια σέ μνημεῖα θυμάτων τῶν πυρκαϊῶν.
Κουράστηκα, ἀκόμη, νά βλέπω νά ἀναβάλλεται τό «πανηγυράκι» γιά τήν 24η Ἰουλίου λόγῳ τῶν πύρινων τραγωδιῶν. Κουράστηκα νά ἀκούω τούς ρεπόρτερ νά μᾶς δίνουν τήν εἰκόνα τῆς «πύρινης κολάσεως» ἀπό τόν τόπο τῆς συμφορᾶς.
Δυστυχῶς, τό «ἐπιτελικόν κράτος» ἔμεινε στά χαρτιά καί στίς ἐφαρμογές τῆς πληροφορικῆς. Οἱ φωτιές, ὅμως, δέν σβήνονται μέ τό «112», ἀλλά μέ τίς μάνικες καί τά ἱπτάμενα. Καθίστε κάτω καί δουλέψτε, ὀργανωθεῖτε, διότι χάνουμε πλέον καί τόν τουρισμό. Καί γινόμαστε ὅλο καί πιό εὐάλωτοι…