Συζητούσαμε χθές στό τραπέζι γιά τόν Μάνο Χατζιδάκι…
… καθώς ἀκούγαμε τόν δίσκο ἀπό τήν παράσταση «Ἀπόψε αὐτοσχεδιάζουμε», τοῦ Πιραντέλο. Τότε, ξέρετε, τά τραγούδια καθιερώνονταν μέσα ἀπό ταινίες ἤ θεατρικά ἔργα. Τά τραγούδια τῆς συγκεκριμένης παραστάσεως πρωτοακούστηκαν στήν ἐκπομπή «Τό θέατρο στό μικρόφωνο», τήν ὁποία παρουσίαζε στό κρατικό ραδιόφωνο κάθε μεσημέρι Κυριακῆς ὁ Ἀχιλλέας Μαμάκης.
Θυμᾶμαι ὅτι ὅλη ἡ οἰκογένεια, καθισμένοι στό κυριακάτικο τραπέζι, περιμέναμε, ἀπολαμβάνοντας τό φαγητό μας, νά ἀκούσουμε τήν ἐκπομπή, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τόν καλύτερο τρόπο προβολῆς τῶν θεατρικῶν δρωμένων, πού δέν ἦταν –καί τότε– λίγα…
Ἐκεῖ πρωτοακούσαμε τό «Φέρτε μου ἕνα μαντολῖνο» καί «Ὁ ταχυδρόμος πέθανε», μέ τήν ἐξαιρετική ἠθοποιό καί τραγουδίστρια Ζωή Φυτούση. Τραγούδια σέ στίχους τοῦ Μάνου Χατζιδάκι καί ὄχι τοῦ Νίκου Γκάτσου, ὅπως διάβασα κάπου…
Καί ἀνέτρεξα στό βιβλίο τῆς Ἀγαθῆς Δημητρούκα, τῆς συντρόφου τοῦ ἀξεπέραστου δημιουργοῦ τῆς «Ἀμοργοῦ», μέ τίτλο «Πουλᾶμε τήν ζωή, χρεώνουμε στόν θάνατο» (ἐκδόσεις Πατάκη), πού ἀναφέρεται στή σχέση Χατζιδάκι – Γκάτσου.
«Ὁ Μάνος Χατζιδάκις –ἕνας ἀπό τούς τρεῖς τοῦ καλλιτεχνικοῦ χώρου, μαζί μέ τόν Ἀλέξη Μινωτῆ καί τόν Τάκη Χόρν– ἦταν τακτικός συνδαιτυμόνας στά κυριακάτικα γεύματα πού συνήθιζε νά ὀργανώνει ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς μέ φίλους του, πολιτικούς καί δημοσιογράφους.
«Κι ἐσύ ποῦ ἤσουνα; Γιατί ἄργησες;» ρωτοῦσε ὁ Γκάτσος τόν Χατζιδάκι.
«Μέ εἶχε καλέσει ὁ πρόεδρος» ἀπαντοῦσε ὁ Χατζιδάκις, προφέροντας τήν τελευταία λέξη χαμηλόφωνα, σάν μυστικό. Κι ὁ Γκάτσος ἄρχιζε τό πείραγμα.
«Ποιός σέ εἶχε καλέσει;» ρωτοῦσε. «Ὁ πρόεδρος!» ἀπαντοῦσε ὁ Χατζιδάκις, ἐλάχιστα πιό δυνατά.
Κι ὁ Γκάτσος πάλι: «Δέν ἄκουσα. Ποιός εἶπες;». «Ὁ πρόεδρος!» ἐπαναλάμβανε ὁ Χατζιδάκις, ἐλαφρῶς πιό δυνατά καί κοιτάζοντας μήν τυχόν τόν ἄκουσε κανείς ἄλλος.
«Ἄ, ὁ πρόεδρος!» ἔλεγε ὁ Γκάτσος τότε, δυνατά σάν τόν κουφό πού ἐπιτέλους ἄκουσε.
«Σιγά! Μή φωνάζεις ἔτσι» τοῦ ζητοῦσε ὁ Χατζιδάκις. Κι ὁ Γκάτσος, πού δέν εἶχε τόν Θεό του, συνέχιζε: «Ποιός πρόεδρος;».
«Ὁ Καραμανλῆς» ἀπαντοῦσε ὁ Χατζιδάκις πάλι χαμηλόφωνα καί ἐμπιστευτικά. Κι ὁ Γκάτσος: «Ποιός εἶπες;». «Ὁ Καραμανλῆς!» ἀπαντοῦσε ὁ Χατζιδάκις, ἐλάχιστα πιό δυνατά. «Μίλα, παιδί μου, νά σ’ ἀκούσουμε: ποιός πρόεδρος;»…
«Ὁ Καραμανλῆς!» ἐπαναλάμβανε ὁ Χατζιδάκις, ἐλαφρῶς πιό δυνατά καί κοιτάζοντας πάλι μήν τυχόν τόν ἄκουσε καί κάποιος ἄλλος, ἀλλά ποιός νά τόν ἀκούσει; Τίς Κυριακές, τέτοια ὥρα, οἱ θαμῶνες ἦταν ἐλάχιστοι κι ἔπιαναν τήν ἄλλη ἄκρη τοῦ ἑστιατορίου.
Κι ὁ Γκάτσος, δῆθεν μέ ἀγανάκτηση: «πές το, βρέ παιδί μου, τόση ὥρα: Ὁ Καραμανλῆς! Τί φοβᾶσαι νά τό πεῖς; πές το δυνατά νά σ’ ἀκούσουμε: Μέ εἶχε καλέσει ὁ Καραμανλῆς! Κακό εἶναι;».
Ὁ Χατζιδάκις ἔφριττε, ἐγώ σπαρταροῦσα ἀπό τά γέλια, κι ὅταν ἐρχόταν ὁ σερβιτόρος γιά τήν καινούρια παραγγελία, ὁ Χατζιδάκις ἔλεγε ὅτι εἶχε φάει κι ὅτι ἤθελε μόνο ἕναν καφέ, ἐνῶ ὁ Γκάτσος ἔβρισκε τήν εὐκαιρία νά τό τραβήξει κι ἄλλο: «Τί καφέ θέλεις, Μάνο;».
«Ἕναν ἐσπρέσσο!» Κι ὁ Γκάτσος πρός τόν σερβιτόρο: «Θά θελήσει κι ἄλλον ἀργότερα: σήμερα ἔφαγε μέ τόν πρόεδρο!». Ἡ στιχομυθία ἔκλεινε μέ τόν Χατζιδάκι νά λέει στόν Γκάτσο μόλις ὁ σερβιτόρος ἔφευγε: «Μά, δέν ὑποφέρεσαι πιά!».
Ὑπέροχοι ἄνθρωποι, ὑπέροχες ἐποχές, ὑπέροχα τά ἔργα τους…