Μικρός, ἀναρωτιόμουν «γιατί φτιάχνουμε τά γλυκά στό σπίτι τίς Γιορτές».
Ἡ μητέρα μου εἶχε πάντα νά μοῦ δώσει μιάν ἀπάντηση περί ἐθίμων. Ὁ πατέρας, πάλι, ἕνας πολυδιαβασμένος καί γνώστης πολλῶν ἄνθρωπος, προσπαθοῦσε νά μέ εἰσαγάγει στήν ἱεροτελεστία τῶν ἡμερῶν. Καί ὄχι μέ ἐκεῖνα πού ἔλεγαν οἱ γιαγιάδες, ἀλλά μέ λόγια μέσῳ τῶν ὁποίων προσπαθοῦσε νά μοῦ μεταδώσει τήν ἀτμόσφαιρα καί τό νόημα τῶν ἡμερῶν.
Προσπαθοῦσε νά μέ πείσει γιά τήν ὀμορφιά τῆς συλλογικῆς οἰκογενειακῆς ἐργασίας (βοηθούσαμε ὅλοι γιά νά γίνουν τά γλυκά), νά μοῦ μεταδώσει τίς ὄμορφες μυρωδιές στό σπίτι (τόσο ἀπό τό ψήσιμο, ὅσο –κυρίως– καί ἀπό τό ἀνθόνερο, μέ τό ὁποῖο βρέχαμε τούς κουραμπιέδες πρίν τούς βυθίσουμε στήν ζάχαρη ἄχνη.)
Ὅταν μεγάλωσα κάπως, ἐπανέλαβα τήν ἐρώτηση: «Γιατί φτιάχνουμε τά γλυκά ἀφοῦ μποροῦμε νά τά ἀγοράσουμε ἕτοιμα ἀπό τόν φοῦρνο τοῦ Μολδοβανίδη;». Ἡ ἀπάντηση ἦταν σχεδόν ἴδια. Πάλι ἡ μητέρα μίλησε γιά τά ἔθιμα, πάλι ὁ πατέρας προσπάθησε νά δημιουργήσει εἰκόνες, πού θά μέ ἔπειθαν γιά τό χρήσιμο τῆς παρασκευῆς τῶν κουραμπιέδων, τῶν μελομακάρονων, τῶν ἰσλί καί τῆς Βασιλόπιττας στό σπίτι, ἀπό τά ἴδια μας τά χέρια.
Ἦρθε κάποια στιγμή, πού ὁ γιός μας, χρόνια ἀργότερα, ἕνα παιδί πού ἤθελε νά ρωτᾶ τά πάντα καί νά τά μαθαίνει ὅλα, ὑπέβαλε τήν ἴδια ἐρώτηση.
«Γιατί φτιάχνουμε τά γλυκά στό σπίτι; Ἀφοῦ ὁ Μαστονικόλας ἔχει στό μαγαζί του τά πάντα!» Κι ἔτσι, ἀνεκάλυψα ὅτι εἶχα ἀποστηθίσει, εἶχα «χωνέψει», εἶχα «ποτιστεῖ» μέ τά λόγια τῶν γονιῶν μου. Καί τοῦ μίλησα γιά τά ἔθιμα, γιά τήν παράδοση, γιά τό «ὁ φοῦρνος θά τά ψήσει-τό σπίτι θά μυρίσει», γιά τό ἀνθόνερο, γιά τούς κουραμπιέδες. Τότε ζοῦσαν οἱ γονεῖς μου καί τόν πήγαινα καί τούς ἔβλεπε τακτικά. «Καί ποιός στά εἶπε ὅλα αὐτά; Πῶς τά ξέρεις;» μέ ρώτησε. Κι ἐγώ, τοῦ ἀπάντησα ἁπλά: «Οἱ γονεῖς μου»…
Τά θυμήθηκα ὅλα αὐτά, καθώς προχθές κατέβηκε ὁ γιός μας ἀπό τό σπίτι του στό δικό μας, γιά νά ζητήσει «τό τετράδιο τῆς μαμᾶς μέ τίς συνταγές». Πρόκειται γιά τό τετράδιο πού ἔχει ἀποτυπωμένες, χειρόγραφες, τίς συνταγές πού εἶχε ἡ μητέρα της, ἀπό τήν δική της μητέρα καί ἡ μητέρα μου, ἀπό τήν Ὑδραία γιαγιά μου. Καί σκέφτηκα ὅτι κάπως ἔτσι κρατοῦνται καί διατηροῦνται τά ἔθιμα. Ἀπό κάποια παλιά τετράδια, μέ μπλέ ἐξώφυλλα καί μέ γραμμές στό λευκό φύλλο. Κι ἐκεῖ μέσα, θά βρεῖς τίς μαγικές λέξεις, πού κάνουν, γιά λίγες μέρες, τόν κόσμο πιό γλυκό. Μαγιά, καρύδι, ἀλεῦρι σκληρό, σιμιγδάλι, μπέικιν πάουντερ, φρέσκο βούτυρο, ἀνθόνερο, ζάχαρη ἄχνη, μέλι.
Νά, λοιπόν, γιατί ἐπιμένουμε νά γιορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες, πού γιά πολλούς «δέν ἔχουν καί τόση σημασία». Τίς γιορτάζουμε, δίνοντάς τους ἕναν πανηγυρικό χαρακτῆρα, ἐπειδή ἔχουμε τήν ἀνάγκη νά ξεφύγουμε ἀπό τά τετριμμένα, τά καθημερινά, ἔχουμε ἀνάγκη νά δώσουμε λίγη λάμψη στήν ζωή μας, πού τά τελευταῖα χρόνια δυσκολεύει ὅλο καί περισσότερο.
Κρατῆστε ὅσο μπορεῖτε ζωντανές αὐτές τίς μέρες. Μπορεῖ νά εἶναι γλυκές, ἀλλά, χωρίς ἀμφιβολία, ἀποτελοῦν τό ἅλας τοῦ συντόμου βίου μας…
Καλές Γιορτές, ἀγαπητοί.