Ὑπάρχουν κάποιες στιγμές στήν ζωή πού δέν μοιάζουν μέ καμμία ἄλλη.
Στιγμές πού τά πάντα ὑπακούουν στήν σιωπή. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι περπατοῦν πιό ἀργά, μιλοῦν ψιθυριστά, ἀκόμη καί ἀνασαίνουν διακριτικά. Εἶναι οἱ ὧρες πού ἡ ἀπώλεια παγώνει τόν χρόνο καί ὁ πόνος πνίγει τόν ἀέρα. Ἡ κηδεία ἑνός παιδιοῦ –κι ἄς ἦταν πιά γυναῖκα– εἶναι μιά τέτοια ὥρα. Μιά στιγμή ὅπου ἀκόμη καί ἡ πιό ἀσήμαντη λεπτομέρεια ἀποκτᾶ βαρύτητα, ὅπου ἡ εὐπρέπεια δέν εἶναι τυπικότητα, ἀλλά ἀπαραίτητη ἔνδειξη σεβασμοῦ.
Κι ὅμως, κάποιοι στάθηκαν ἀνίκανοι νά ἀφουγκραστοῦν αὐτήν τήν σιωπή. Ἐπέλεξαν νά παρουσιασθοῦν μέ τόν θόρυβο τῆς ματαιοδοξίας τους. Προσῆλθαν ντυμένοι μέ ἐμφανῆ τήν πρόθεση νά τραβήξουν βλέμματα· σάν νά ἐπρόκειτο γιά δεξίωση ἤ κοσμική συνάθροιση. Σάν νά ἦταν ὁ θάνατος μιά ἀκόμη ἀφορμή γιά κοινωνική παρουσία.
Ξέχασαν –ἤ δέν ἔμαθαν ποτέ– ὅτι τό μαῦρο δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα χρῶμα πού ταιριάζει σέ περιστάσεις, ἀλλά ἡ ἀπόχρωση τῆς ψυχῆς πού συμπονᾶ. Ὅτι τό βλέμμα πρέπει νά σκύβει, τά βήματα νά μικραίνουν, ἡ στάση τοῦ σώματος νά λέει: «Εἶμαι ἐδῶ γιά νά σταθῶ δίπλα σας, ὄχι γιά νά προβληθῶ».
Ἡ ἀπαράδεκτη ἐλαφρότητα αὐτῆς τῆς ἐμφάνισης δέν πλήγωσε μόνο τήν οἰκογένεια πού θρηνοῦσε. Προσέβαλε τό ἴδιο τό ἦθος τῆς κοινωνικῆς μας συνύπαρξης. Γιατί ὁ σεβασμός στίς στιγμές τοῦ πόνου δέν εἶναι ἰδιωτική ὑπόθεση, εἶναι συλλογική ὑποχρέωση. Ὅταν αὐτή παραβιάζεται, κάτι μεγαλύτερο φθείρεται – ἡ κοινή μας ἠθική.
Δέν μπορῶ νά φαντασθῶ τόν ἑαυτό μου –ναί, ἀκόμη καί μέ 38 βαθμούς θερμοκρασία– δίχως σακάκι, δίχως γραβάτα. Κρατᾶς τό σακάκι τό χέρι καί τό φορᾶς λίγο πρίν φθάσεις στόν ναό. Οὔτε ἀνοιχτά πουκαμισάκια οὔτε ἀνοιχτά χρώματα. Δέν πηγαίνεις στό γήπεδο, πηγαίνεις σέ ἕναν πένθιμο ἀποχαιρετισμό. Σέ ἕναν τελευταῖον ἀσπασμό.
Δέν πηγαίνεις σέ κηδεία μέ ἐξώπλατα ἤ μέ ἐξώφτερνα. Δέν πηγαίνεις σέ κηδεία μέ τζήν καί μαῦρο γυαλί. Δέν πηγαίνεις στά Ματογιάνια οὔτε στήν Ὕδρα γιά γουήκ-ἔντ. Κι ἀκόμη, δέν στήνεσαι στίς κάμερες γιά νά σέ προβάλουν.
Ὁρισμένοι θά βιαστοῦν νά μιλήσουν γιά «λεπτομέρειες», γιά «δευτερεύοντα πράγματα», ἀκόμη καί γιά «ξεπεραμένες ἀντιλήψεις». Μά, γι’ αὐτό φτάσαμε ἐδῶ πού φτάσαμε! Δέν εἶναι δευτερεῦον νά θυμᾶσαι ποῦ βρίσκεσαι καί ποιόν τιμᾶς. Δέν εἶναι ἀσήμαντο νά ἀφήνεις πίσω σου τήν ἐπιδειξιομανία, νά σβήνεις γιά λίγο τόν προσωπικό σου προβολέα καί νά βυθιστεῖς στό σκοτάδι τοῦ πένθους. Αὐτή ἡ αὐτοσυγκράτηση εἶναι πού ξεχωρίζει τόν πολιτισμένο ἄνθρωπο ἀπό τόν κενό, πού ἄν τόν κτυπήσεις, θά ἀκούσεις τόν μεταλλικό θόρυβο τοῦ ψευδαργύρου.
Ἡ κοινωνία μας δέν δοκιμάζεται μόνο ἀπό κρίσεις καί καταπτώσεις. Δοκιμάζεται καί ἀπό αὐτές τίς μικρές, ἀλλά καίριες, στιγμές πού φανερώνουν ἄν μποροῦμε νά σταθοῦμε μέ σεβασμό δίπλα στόν ἀνθρώπινο πόνο. Ἄν δέν μποροῦμε οὔτε νά σωπάσουμε, τότε δέν ἔχουμε χάσει μόνο τό μέτρο – ἔχουμε χάσει καί τήν ψυχή μας.
Καί ἡ ψυχή, σέ ἀντίθεση μέ τήν εἰκόνα, δέν ἀποκαθίσταται μέ ἕνα καινούργιο κοστούμι.