Δέν εἶναι συνηθισμένο νά διαβάσει κάποιος ἕνα βιβλίο σχεδόν τριακοσίων σελίδων ἀπνευστί.
«Ἡ τρίτη ἄνοιξη», ὅμως, τῆς ἀγαπητῆς Γωγώς Ἀτζολετάκη, μέ κράτησε ἀπό τά μεσάνυχτα ἕως τά ξημερώματα καρφωμένο στήν πολυθρόνα τοῦ γραφείου μου…
Τήν δημιουργό τοῦ βιβλίου (ἐκδόσεις «Παπαζήση»), γνωστή γιά τήν λαμπρή της σταδιοδρομία ὡς ἠθοποιοῦ, καί συγγραφέως, τήν γνώρισα ὡς ραδιοφωνική παραγωγό στό «Κανάλι Ἕνα» τοῦ Δήμου Πειραιῶς, ὅταν, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν δήμαρχο Ἀνδρέα Ἀνδριανόπουλο, γίναμε τό πρῶτο μή κρατικό ραδιόφωνο πού ἐξέπεμψε στά FM.
Μοῦ εἶχε προκαλέσει ἐντύπωση ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἡ κυρία Ἀτζολετάκη χειριζόταν τήν γλῶσσα καί ἦταν γοητευτικό τό χαρακτηριστικό κρητικό «ἀξάν», πού διέκρινα στήν ἐκφορά τοῦ λόγου της. Ἡ Γωγώ, μέ καταγωγή ἀπό τήν Σητεία, μέ κράτησε αἰχμάλωτο γιά ὧρες. Καθώς ἔχω ἀκόμη πρόσφατη τήν ἀπώλεια τῆς προσφιλοῦς μου γυναικαδέλφης Μαρίας, μέ τήν ὁποία ζήσαμε πολύ κοντά σχεδόν γιά περισσότερες ἀπό πέντε δεκαετίες, ἕνα βιβλίο πού ἀφορᾶ στήν τρίτη ἡλικία, στίς σχέσεις τῶν γονέων μέ τά παιδιά, τήν σύγχρονη ἀντίληψη καί τήν σχεδόν ἀπάνθρωπη μορφή πού λαμβάνουν οἱ ἀνθρώπινες –ἀλλά καί οἱ ἐνδο-οικογενειακές– σχέσεις, μέ μαγνήτισε.
Ἕνα βιβλίο πού ἀναφέρεται σέ ὅλα αὐτά, μέ κεντρικό πρόσωπο μιά γυναῖκα, μητέρα καί γιαγιά, ἡ ὁποία παίρνει –ὑπό τό βάρος καί τίς πιέσεις πού ἀσκεῖ ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς– τόν δρόμο πρός ἕναν «Οἶκο Εὐγηρίας» (πόσο ψεύτικος τίτλος, πόσο παραπλανητική ταμπέλα) μέ τάραξε ὅσο κι ἄν προσωπικά στάθηκα δίπλα στήν Μαρία μέχρι τήν τελευταία –στήν κυριολεξία– στιγμή της σ’ αὐτόν τόν μάταιο κόσμο.
Καί ὅσο γύριζα τίς σελίδες, τόσο αἰσθανόμουν μέρος τῆς συντροφιᾶς τῶν προσώπων τοῦ βιβλίου, τόσο γινόμουν «ἕνα» μέ τήν Ἀλεξάνδρα, τήν κεντρική ἡρωίδα.
Σέ ὅλη αὐτή τήν διαδρομή –ψυχική περιπέτεια θά τήν ἔλεγα– μέχρι νά φθάσω σέ ἕνα λυτρωτικό τέλος, ἔνοιωθα ὅτι ἤμουν κι ἐγώ ἕνα ἀπό τά πρόσωπα τοῦ βιβλίου τῆς Γωγῶς, αἰσθανόμουν σάν νά ζοῦσα –γιατί ἴσως ἔχω ζήσει– ὅλα τά γεγονότα.
Ἦταν τά τέλη τοῦ ’70, ὅταν, στό Σάρπσμποργκ, μιά κωμόπολη τῆς Νορβηγίας, ὁ φίλος καί συνάδελφός μου Ράγκναρ, μοῦ εἶπε «νά πᾶμε νά δοῦμε τήν μητέρα του.»
Νόμιζα ὅτι θά πηγαίναμε σπίτι της, ἀλλά πήγαμε σέ ἕναν ἀποστειρωμένο, πανέμορφο, πνιγμένο μέσα στό πράσινο, «Οἶκο Εὐγηρίας». Ἐκεῖ, στό σαλόνι, συναντήθηκα μέ μιά ὁμάδα ἀνθρώπων μεγάλης ἡλικίας (ἐγώ ἤμουν εἰκοσιπεντάρης, φρεσκοπαντρεμένος) πού χαμογελοῦσαν καί ἔπιναν τόν καφέ τους. Ὁ Ράγκναρ ἀσπάσθηκε τήν μαμά του καί καθίσαμε μαζί. Μιλοῦσε λίγο καί προσπαθοῦσε νά χαμογελάσει. Ἦταν ἕνα κλῖμα πού δέν μποροῦσα νά συνηθίσω. Κι ἔτσι, σηκώθηκα καί πῆγα στό πιάνο, στό βάθος τοῦ σαλονιοῦ κι ἄρχισα νά παίζω «Τά παιδιά τοῦ Πειραιᾶ». Ἀμέσως, οἱ τρόφιμοι τοῦ ἀποστειρωμένου ἱδρύματος ἄρχισαν νά χτυποῦν ρυθμικά παλαμάκια!
Τούς ἔπαιξα πολλά τραγούδια, τραγουδήσαμε μέ τήν σύζυγό μου μέχρι καί «Φραγκοσυριανή». Ὁ ρυθμός τῶν δύο τετάρτων πάντα προκαλεῖ κέφι. «Δέν ξέρετε πόσο ὄμορφα πέρασαν!» μοῦ εἶπε ἡ διευθύντρια, πού μᾶς ξεπροβόδισε. «Νά τούς φέρνετε συχνά κάποιον νά τούς διασκεδάζει» τῆς εἶπα.
Ἀπό τότε, ἔχω στήν ψυχή μου ἕνα «καρφί» πού λέγεται «Οἶκος Εὐγηρίας». Καί τό βιβλίο τῆς Γωγῶς, ἀφοῦ μέ γέμισε μελαγχολία, μοῦ ἔδωσε ἕνα λυτρωτικό, πανέμορφο τέλος, πού δείχνει ὅτι δέν ὑπάρχει μόνο «Τρίτη Ἡλικία», ἀλλά ὑπάρχει καί «Τρίτη Ἄνοιξη». Λές καί τό ἔγραψε γιά τήν Μαρία μας! Διαβάστε το, θά σᾶς μαγέψει!