Μένουμε σέ ἕναν «ἑρμαφρόδιτο» δρόμο τοῦ Πειραιᾶ
Εἶναι ἕνα δρομάκι μήκους 100 μέτρων, πού ὁ Δῆμος τό ἔχει χαρακτηρίσει πεζόδρομο, ἀλλά τό ἁρμόδιο ὑπουργεῖο δέν ἔχει δώσει τήν σχετική ἄδεια. Ἔτσι, ὁ δρόμος μας εἶναι μέν «πεζόδρομος», ἀλλά περνᾶνε ἀπό ἐκεῖ –καί μάλιστα μέ μεγάλη ταχύτητα– τοῦ κόσμου τά αὐτοκίνητα. Φυσικά, ὡς «πεζόδρομος» δέν ἔχουμε πεζοδρόμια! Ἔτσι, τά αὐτοκίνητα περνοῦν «σύρριζα» ἀπό τήν πόρτα μας κι ἔτσι καί ξεχαστεῖς καί βγεῖ χωρίς νά κοιτάξεις πρῶτα δεξιά-ἀριστερά, σέ φάγανε λάχανο!
Τά βράδια, ὁ δρόμος μας, ἡ ὁδός Σχιστῆς, ἡσυχάζει, καθώς περνοῦν ἐλάχιστα αὐτοκίνητα. Ὡστόσο, ἀκούω πολύ συχνά διάφορα «μηχανάκια». Εἶναι οἱ λεγόμενοι «ντελιβεράδες», τά παιδιά τῶν «ταχυφαγείων», πού φέρνουν στά σπίτια τοῦ ἥσυχου δρόμου μας τίς «παραγγελίες». Πίτσες, μακαρονάδες, σουβλάκια, τόν τελευταῖο καιρό ἔχουν γίνει «τοῦ συρμοῦ» καί τά ψαρικά καί τά θαλασσινά, ἔρχονται μέ τά «μηχανάκια» τῶν παιδιῶν, πού παραβιάζουν φωτεινούς σηματοδότες, μπαίνουν «ἀνάποδα» σέ μονόδρομους, τρέχουν, γενικῶς, σέ μιά προσπάθεια νά κερδίσουν περισσότερα χρήματα, περισσότερα «πουρμπουάρ»…
Ἔχω μάθει «ἀπ’ ἔξω» τούς ἤχους τῶν μοτοποδηλάτων. Μέ τό πού θά ἀκούσω τήν μηχανή, γνωρίζω ἄν εἶναι ὁ «σουβλατζῆς», ἄν εἶναι ὁ «πιτσαδόρος», ἄν εἶναι ὁ «μακαρονᾶς», ἄν εἶναι ὁ «ψαρᾶς». Προσωπικά σπανίως παραγγέλλω, συνήθως ὅταν εἶμαι μόνος καί γράφω, ἀλλά ἡ γειτονιά μας εἶναι πολύ «τῆς παραγγελίας».
Ἀκούω καί τούς διαλόγους: «Καλησπέρα, ἔφερα τήν πίτσα» ἤ «εἶμαι ὁ Γιῶργος, μέ τά σουβλάκια» ἤ «ἔρχομαι ἀπό τήν “Γοργόνα”, μέ τά ψάρια»…
Ἀποκτοῦν, σιγά-σιγά οἰκειότητα μέ τούς πελάτες οἱ «ντελιβεράδες» κι αὐτό μοῦ ἔχει κάνει ἐντύπωση. Καί, εἰλικρινῶς, μέ ἄγγιξε ἰδιαίτερα τό θέμα μέ τόν «ντελιβερᾶ» τοῦ Βόλου, ὁ ὁποῖος παρατήρησε ὅτι ἕνας πελάτης «δέν εἶχε παραγγείλει γιά πολλές μέρες». Καί ἐπειδή ὁ νοῦς του «πῆγε στό κακό», τηλεφώνησε στήν Ἀστυνομία. Σέ λίγη ὥρα οἱ ἀστυνομικοί παραβίαζαν τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ μοναχικοῦ ἀνθρώπου καί τόν εὕρισκαν νεκρό, ἀπό παθολογικά αἴτια, ὡς ἀπεδείχθη.
Γιά σκέψου! Ὁ «ντελιβερᾶς» εἶχε σημειώσει ὅτι κάθε ἡμέρα ὁ ἐκλιπών τηλεφωνοῦσε στό ταχυφαγεῖο καί ἔδινε τήν παραγγελία του. Καί ὁ «ντελιβερᾶς» ἔφερνε τό φαγητό στήν πόρτα. Φυσικά, ὁ ἀνθρωπάκος θά τοῦ ἔδινε καί κάποιο «πουρμπουάρ», μέ τό ὁποῖο –προστιθέμενο στά τόσα ἄλλα– συμπλήρωνε τίς –χαμηλές– ἀποδοχές του.
Κάποια στιγμή, καθώς ἡ καθημερινή συνήθεια εἶχε παραλειφθεῖ ἀπό τό δρομολόγιό του, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος στήν οὐσία ἦταν «τό ψωμί» τοῦ πελάτη του, ἀνησύχησε. Γιά σκεφτεῖτε το! Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ὁλομόναχος!
Μοναδική του ἐπαφή μέ «τόν ἔξω κόσμο», ὁ «ντελιβερᾶς», ὁ ἄνθρωπος πού τοῦ ἔφερνε τήν τροφή, ὅπως ἡ χελιδόνα στά μικρά της!
Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού ἐκτελοῦσε χρέη «τροφοῦ» (ἔτσι λέγεται ἡ «παραμάνα» τῶν μωρῶν παιδιῶν) ἦταν τό ἄτομο πού ἀνησύχησε, πού σκέφθηκε «μήπως ἔπαθε κάτι» ὁ ἄνθρωπος τόν ὁποῖο σίτιζε καθημερινά! Οὔτε συγγενής, οὔτε φίλος, οὔτε «δικός», οὔτε κανείς! Μόνο ὁ «ντελιβερᾶς»! Ἡ ἀποθέωση τῆς ἀπομονώσεως καί τῆς μοναχικότητας! Μπράβο στόν «ντελιβερᾶ», πού ἀπέδειξε ὅτι ὁ κλάδος του ἐπιτελεῖ καί κοινωνικό ἔργο! Σεβασμός!