Μέ τήν ΔΕΗ ποτέ δέν τά πήγαινα καλά. Τή μία ἐρχόταν ἕνας λογαριασμός-τέρας, τήν ἄλλη τά μισά λεφτά!
Ἐμεῖς, ἐν τῶ μεταξύ, οὐδέποτε ὑπήρξαμε μανιώδεις τῶν συσκευῶν. Τελευταῖα, βεβαίως, μέ τούς ὑπολογιστές, μέ τήν αὔξηση τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας, ὅπως καί νά τό κάνουμε, καταναλώνουμε περισσότερες κιλοβατῶρες… Πέρυσι, θυμᾶμαι, μέ τήν καραντίνα, μείναμε πολύ καιρό στό ἐξοχικό καί κατανάλωση στήν κύρια κατοικία μειώθηκε αἰσθητά. Τό παρατήρησε ὁ «μετρητής» πού ἦλθε νά ἐλέγξει τήν κατανάλωση. «Λείψαμε καί ἀνασάναμε λιγάκι» τοῦ εἶπα. Καί σάν νά κατάλαβε τήν ἀγωνία μου, μᾶς ἔριξε ἕνα χιλιοδιακοσάρι κατακούτελα!
Βεβαίως, ἄν μελετήσεις τόν λογαριασμό τῆς ΔΕΗ, σοῦ πέφτουν τά μαλλιά. Πληρώνεις ἕνα σωρό «παράπλευρες δαπάνες» καί, φυσικά, δίνεις καί τό μερτικό σου γιά τό ρεῦμα. Σέ ἕναν ἀπό τούς τελευταίους λογαριασμούς, πού δέν «ἔβγαινα» νά τόν πληρώσω –εἴχαμε καί κάτι ἄλλα ἔξοδα– ἔκανα μιά ρύθμιση, τήν ὁποία καταβάλλω κάθε μῆνα. Πρό ἡμερῶν μοῦ ἦρθε ἕνας λογαριασμός, ἕνα χιλιάρικο καί κάτι. Ποῦ νά βγεῖς; Ἔχει ἔλθει καί ἕνας λογαριασμός Φυσικοῦ Ἀερίου κι ἕνας ΕΥΔΑΠ, εἴχαμε καί γιατρούς, φάρμακα καί κάτι ἄλλα ἔξοδα, πάει ὁ προϋπολογισμός, τινάχτηκε στόν ἀέρα. Πῆγα, πλήρωσα ὅ,τι μποροῦσα, ἔβαλα κι ἕνα πεντακοσάρικο στή ΔΕΗ καί κοιμήθηκα μέ ἕνα πενηντάρικο σῶσμα… Καί σηκώνομαι τό πρωί καί ἀρχίζω νά γράφω μανιωδῶς, γιά νά τελειώσω ἕνα βιβλίο πού μοῦ ἔχουν παραγγείλει, μήπως καί συμπληρώσουμε τό εἰσόδημα καί περάσουμε λιγότερο δύσκολα. Ἀπό τίς πέντε τό πρωί ὥς τίς δέκα, καθώς εἶχα ἔμπνευση καί εἶχα τακτοποιήσει τά πράγματα στό μυαλό μου, «κεντοῦσα» κυριολεκτικά. Ἔτσι εἶναι τά βιβλία! Ὅταν ἔχεις ἔμπνευση, πρέπει νά καθίσεις κάτω καί νά γράψεις. Καί χθές, εἶχα! Καί καθώς εἶχα φθάσει –στό βιβλίο– στή Γῆ τοῦ Πυρός, ὅπου συνάντησα ἕναν παλιό Ἕλληνα ναυτικό, παντρεμένο μέ μιάν Ἀργεντινά, πού γνώρισε στήν Μύκονο, πέφτει τό ρεῦμα! Καί μέσα στόν οἶστρο καί τήν μαγεία τῆς ἐμπνεύσεως, εἶχα ξεχάσει νά «σώσω» τό γραφτό, καί πάει στράφι ἕνα ὁλόκληρο –σημαντικό καί καλογραμμένο– κεφάλαιο!
Πετάγομαι ἔξαλλος ἀπό τό γραφεῖο. «Ἔχουν ἔλθει ἀπό τήν ΔΕΗ νά ἀλλάξουν ρολόγια» λέει ἡ κυρία μας. «Καί κόψανε ἔτσι τό ρεῦμα; Χωρίς νά μᾶς ρωτήσουν;» οὐρλιάζω! Δύο ὑπάλληλοι ἀλλάζουν τά ρολόγια στό ταμπλό καί δέν ἀπαντοῦν. Οὔτε ξέρω τί τούς λέω! Ἀτάραχοι, τελειώνουν τήν δουλειά τους καί φεύγουν! Σέ πέντε λεπτά ἐπανέρχεται τό ρεῦμα, ἀλλά τό κεφάλαιο τοῦ βιβλίου ἔχει πετάξει! Φεύγω ἀπό τό σπίτι γιά νά μήν τρελαθῶ, πηγαίνω στήν καφετέρια καί κάθομαι μέ τούς φίλους. Ὁ καθένας ἔχει καί μιά ἱστορία πόνου ἀπό τήν ΔΕΗ… Γυρίζω τό μεσημέρι σπίτι, καταβεβλημένος. Καί μέ τό πού κάθομαι στό γραφεῖο, χτυπάει τό τηλέφωνο. «Χαίρετε, ἀπό τό δικηγορικό γραφεῖο Ἀνδρικοπούλου. Σᾶς τηλεφωνοῦμε γιά ἕνα χρέος σας στήν ΔΕΗ!» μοῦ λέει μιά φωνή καί δέν ξέρω τί τῆς σέρνω! Τήν μιά μέρα κατέθεσα τά μισά χρήματα στόν λογαριασμό, τήν ἑπομένη μέ πῆρε δικηγόρος! Καί μόλις πρίν ἀπό τρεῖς ὧρες, ἡ ΔΕΗ μοῦ ἔχει κάνει τήν τεράστια ζημιά μέ τό βιβλίο! Πῶς εἶναι δυνατόν νά μοῦ τηλεφωνεῖ δικηγόρος τήν ὥρα πού ἡ ΔΕΗ μοῦ ἔκανε τέτοια ζημιά; Τηλεφώνησα στόν δικηγόρο μου καί ψάχνει νά δεῖ ἄν στοιχειοθετεῖται ἀγωγή! Στούς ἀνάγωγους!