Σάν χθές, στίς 28 Αὐγούστου τοῦ 1991…
… ἔφυγε ἀπό τήν ζωή ὁ σπουδαῖος Ἀλέκος Σακελλάριος. Ἡ ἐγγονή του, Τίνα Λεονάρδου, τόν ἀποχαιρέτισε, μέ τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ: «Ὅταν ἤμασταν παιδιά κάναμε μακροβούτια στή θάλασσα. Γιά νά ἀποδείξουμε στούς ἄλλους ὅτι φτάσαμε ἕως κάτω στό βυθό, πιάναμε μέ τά χέρια μας, ὅ,τι βρίσκαμε, ἄμμο, φύκια, βότσαλα καί τά δείχναμε θριαμβευτικά ὅταν ἀνεβαίναμε ἐπάνω.
Τώρα πιά.., δέν κάνουμε μακροβούτια στή θάλασσα, κάνω ὅμως μακροβούτια στό χρόνο, κλείνω τά μάτια μου, ὅπως τότε.. καί βουτάω στό παρελθόν. Κι ὅταν ἀνεβαίνω ἀπάνω στό σήμερα, κρατάω στά χέρια μου τίς ἀποδείξεις γιά τό πόσο βαθιά βούτηξα στό χρόνο, καί βγαίνουνε ἔτσι στήν ἐπιφάνεια, ὁλοζώντανες οἱ ἀναμνήσεις ἀπ’ τά παιδικά μου χρόνια. Κομματάκια-κομματάκια λαμπερά, πού προσπαθῶ νά τά βάλω σέ μιά σειρά σάν τά ψηφιδωτά, καί νά ξαναζωντανέψω μιά εἰκόνα χαμένη, στή παγερή σκιά τοῦ βυθοῦ.
Ἡλιόλουστα πρωινά, καί φεγγαρόλουστα βράδια, χαμόγελα κοριτσίστικα, καί βάσανα μαθητικά, στιγμές ἀσήμαντες, πού διατηρήσανε ὅμως πεντακάθαρα, τό χρόνο τους, καί τή λάμψη τους… Καί τώρα…, πού τίς ξαναβγάζω στήν ἐπιφάνεια τίς ξαναζῶ.., κατά κάποιο τρόπο, πού μέ κάνει.., νά μελαγχολῶ χαμογελαστά… (Ἀλέκος Σακελλάριος)
Δέν χρειάζεται κάποια ἐπετειακή ἀφορμή γιά νά γράψεις γιά τόν κορυφαῖο τῶν Ἑλλήνων γραφιάδων, πού δέν ἔψαξε, δέν ἀνέλυσε, δέν κατανόησε μονάχα τήν ἑλληνική κοινωνία, τήν ἐπηρέασε κιόλας –καί ἐξακολουθεῖ νά τήν ἐπηρεάζει. Βλέπετε, μιλᾶμε γιά ἕναν ἄνθρωπο, πού ἐνῶ ἔχει φύγει ἐδῶ καί δεκαετίες, εἶναι ἀκόμα παρών. Εἶναι στήν τηλεόραση, στό ραδιόφωνο, σέ ἀτάκες πού λέγονται ἀκόμα ἀπό παρέες, σέ τραγούδια πού ὅλοι σιγοψιθυρίζουν, σέ ἀσπρόμαυρες σκηνές πού συνοδεύουν κυριακάτικα μεσημέρια, σέ εἰκόνες μιᾶς νοσταλγικῆς ἀθωότητας. Ἴσως νά εἶναι ὁ ἴδιος ἐκεῖνο τό βότσαλο πού ἔπεσε στή λίμνη καί τάραξε τά νερά τόσο, πού τά κύματά του ἀκόμα νά φτάνουν στήν ὄχθη μας»…
Ἀνήκω στούς τυχερούς, πού γνώρισαν ἀπό πολύ κοντά τόν Σακελλάριο. Τόσο στίς συνάξεις πού ὀργάνωνε ὁ πατέρας μου ὅσο καί ἀργότερα, ὡς συνεργάτη. Ἀλησμόνητες, πράγματι, οἱ «ἀτάκες» καί τό χιοῦμορ τοθ! «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται …ἐν τῷ μέσῳ ἀνοιχτός» ἦταν ἕνα ἀπό ἐκεῖνα πού ἄκουσα μιά Μεγάλη Παρασκευή, σέ μιά οὐζοκατάνυξη μέ νηστήσιμα. Καί τό ἄλλο, «Ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα …γυμνή»! Κι ἀργότερα, στό δημοτικό ραδιόφωνο τοῦ Πειραιῶς, τόν ἔχω καλεσμένο στήν ἐκπομπή. «Κρῖμα πού δέν ζεῖ ὁ πατέρας σου νά δεῖ ὅτι κάνεις τίς ἴδιες κακές παρέες!» μοῦ εἶπε. «Γιατί δέν ἔχετε κάνει ραδιόφωνο μέχρι σήμερα;» τόν ρώτησα. «Δέν μοῦ τό ζήτησε κανείς!» μοῦ ἀπαντᾶ. «Σᾶς τό ζητῶ ἐγώ, ἐνώπιον Θεοῦ καί μικροφώνου!» τοῦ λέω καί ἀπό τήν ἑπόμενη ἑβδομάδα ἄρχισε ἕνα δίωρο κάθε Κυριακή. Καί γινόταν στό δημαρχιακό μέγαρο (ἐκεῖ στεγαζόμασταν τότε) λαϊκό προσκύνημα ἀπό ἀκροατές πού ἤθελαν νά τόν γνωρίσουν ἀπό κοντά. «Δέν περίμενα νά δίνω αὐτόγραφα στά γεράματα!» ἔλεγε γελῶντας. Πόσο λείπουν αὐτά τά πνεύματα σήμερα! Τό χιοῦμορ ἐκεῖνο, πού χωρίς κἄν νά πλησιάζει τό χυδαῖο, σέ σκανδάλιζε! Σακελλάριος, Γιαννακόπουλος, Τσιφόρος, Γιαννουκάκης. Ἀστείρευτοι καί πηγαῖοι καί, κυρίως, ἑλληνικότατοι!