Σάν χθές, στίς 7 Μαρτίου τοῦ 1964, κηδεύθηκε ὁ Βασιλεύς Παῦλος
Εἶδα μερικές ἀναρτήσεις στά σόσιαλ καί θυμήθηκα ἐκεῖνες τίς ἡμέρες. Ζούσαμε σέ ἕνα σπίτι στό ὁποῖο ὁ πατέρας ἦταν Βενιζελικός καί ἀντιβασιλικός καί ἡ μητέρα βασιλική (πιό βασιλική δέν γινόταν) θυγατέρα παλαιοῦ βουλευτοῦ τοῦ Βασιλικοῦ κόμματος.
Οἱ στενές σχέσεις τῆς οἰκογένειάς μας ἦταν μέ τό σόι τῆς μητέρας μου (ὅλοι Μανιᾶτες καί βασιλόφρονες) ὁπότε ὁ πατέρας αἰσθανόταν μόνος καί –εὐγενής ὤν– ὑπέκυπτε συνήθως στήν πλειοψηφία καί παρέμενε σιωπηλός, ἐκτός καί ἄν τοῦ ἔθιγαν τόν Βενιζέλο!
Τότε, λοιπόν, ὅταν ὁ Βασιλεύς Παῦλος ἔπνεε τά λοίσθια, τό σπίτι μας εἶχε βυθισθεῖ στό πένθος. Ἐγώ, στήν Δευτέρα τοῦ Γυμνασίου τότε, ἄκουγα τό τηλέφωνο νά χτυπᾷ συνεχῶς, ἐνῷ τό ραδιόφωνο ἔπαιζε ἀσταμάτητα. «Ἔμαθα ὅτι θά φέρουν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀπό τήν Τῆνο» ἔλεγε στό τηλέφωνο ἡ θεία Ἕλλη, ἡ μεγάλη ἀδελφή τῆς μαμᾶς, ἡ ὁποία (χρόνια ἀργότερα) ἄφησε τήν τελευταία της πνοή στό «Τζάννειο», τραγουδώντας «τοῦ Ἀητοῦ ὁ γιός»! Ἡ μαμά σταυροκοπιόταν καί ἔλεγε «Μεγαλόχαρή μου, κάνε τό θαῦμα σου!», ἀλλά ὁ πατέρας, ψύχραιμος καί καλά πληροφορημένος, ὡς γραμματεύς τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου, ἦταν ἀπόλυτος. «Ἡ κατάστασις, ἀγαπητή μου, εἶναι μή ἀναστρέψιμος. Θά μᾶς κυβερνήσει ἡ Βουγιουκλάκη!» ἔλεγε μέ στόμφο καί διάβαζε «Τά Νέα».
Στό σπίτι ὁ ἐφημεριδοπώλης ἔφερνε τό πρωί τήν «Καθημερινή», πού τήν ἔπαιρνε ἡ μαμά στό σχολεῖο πού διηύθυνε καί τό μεσημέρι «Τά Νέα» γιά τόν πατέρα. Ὅταν πέτυχα στίς ἐξετάσεις στήν «Ἰωνίδειο», ὁ πατέρας ἔδωσε ἐντολή νά μοῦ φέρνει κάθε Τρίτη καί τήν «Ὁμάδα», πού διάβαζα μέ φανατισμό! Ὅποτε ἤθελε, λοιπόν, νά «πικάρει» τή μαμά καί τό σόι της, ὁ πατέρας κατέφευγε στήν –θρυλούμενη– ἐρωτική σχέση τοῦ τότε διαδόχου Κωνσταντίνου μέ τήν «μουσίτσα» τοῦ σινεμά καί συνήθως πετύχαινε τόν σκοπό του! Τό ραδιόφωνο, ἐδῶ καί δύο μέρες, μετέδιδε κλασσική μουσική. Τότε, ἡ μετάδοση ἀπό τό ἐθνικό δίκτυο κλασσικῆς μουσικῆς ὁλημερίς, ἦταν ἔνδειξη πένθους. Ὁ πατέρας, λάτρης τῆς κλασικῆς μουσικῆς καί τενόρος στήν χορωδία τοῦ «Πειραϊκοῦ Συνδέσμου», ἀπολάμβανε τίς στιγμές. «Γιά δές, βρέ παιδί μου! Ἔπρεπε νά πέσει σέ κῶμα ὁ ἄναξ γιά νά ἀκούσουμε μουσική τῆς προκοπῆς!» ἔλεγε καί χαμογελοῦσε μέ νόημα…
Ἀργά τό ἀπόγευμα τό τηλέφωνο ξαναχτύπησε. «Ἀκοῦς τό ἐθνικόν πρόγραμμα; Μεταδίδει ὀρατόρια! Ὅταν ἀκοῦς ὀρατόρια, νά περιμένεις τά χειρότερα!» εἶπε ἡ θεία Ἕλλη καί ἡ μαμά, τῆς ὁποίας ἡ σχέση μέ τήν μουσική δέν ἦταν τόσο σοβαρή, ἔσπευσε νά μεγαλώσει τήν ἔνταση τοῦ ἐπιτραπέζιου ραδιοφώνου «Βέγκα»…
Ὁ Βασιλεύς ἀπέθανε καί πήγαμε στήν κηδεία. Ἡ μαμά καί ἐγώ, δηλαδή. Ὁ πατέρας ἔμεινε σπίτι κι ἐμεῖς πήραμε τό πειρατικό τοῦ κυρίου Ἱπποκράτη, τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦσε ἡ μαμά ὡς σχολικό ὅταν πάθαινε βλάβη τό αὐτοκίνητο τοῦ σχολείου της…
Θυμᾶμαι ὅτι ἡ θεία Ἕλλη εἶχε πάει ἀπό νωρίς στήν ὁδό Μητροπόλεως καί μᾶς εἶχε κρατήσει θέση. Ἦταν μιά λαμπρή κηδεία, μέ ἄλογα, στολές καί ξίφη, τήν ὁποία ἡ μαμά καί ἡ θεία παρακολούθησαν κλαίγοντας γοερά. Ὅταν τελείωσε ἡ τελετή καί ἐνῷ κιλλίβας ὅδευε πρός τήν τελευταία κατοικία, ψιθύρισα: «Θά πᾶμε στόν “Κρίνο” γιά λουκουμάδες;».
Ἀλλά δέν πήγαμε…