Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 10 Φεβρουαρίου 1924
-Ἡ Ἑλληνική νοικοκυρωσύνη –μοῦ ἔλεγε χθές κάποια γνωστή μου κυρία– εἶνε καί αὐτή μία πρόληψις, ὅπως τόσες ἄλλες. Εἰς τάς λαϊκάς τάξεις ἰδίως, ἡ νοικοκυρωσύνη εἶνε πρᾶγμα ἐντελῶς ἀνύπαρκτον.
-Πῶς κατωρθώσατε νά φθάσετε στό τολμηρότατον αὐτό συμπέρασμα; τήν ἠρώτησα. Ἡ νοικοκυρωσύνη ἀκριβῶς θεωρεῖται ὡς μιά ἀπό τάς θεμελιώδεις ἀρετάς τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ.
-Αὐτήν τήν ἰδέαν ἀκριβῶς εἶχα καί ἐγώ… μοῦ εἶπε. Δυστυχῶς, διάφορα δεδομένα, ποῦ μοῦ παρουσιάσθησαν τελευταίως, μ’ ἔκαμαν νά τήν ἀπορρίψω πανηγυρικῶς. Ἀφῆστε με ὅμως νά σᾶς διηγηθῶ τά γεγονότα. Τά γεγονότα, λοιπόν, εἶνε, ὅτι εἰς διάστημα, δύο μηνῶν μοῦ ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νά παρακολουθήσω ἑπτά δείγματα τῆς φημισμένης αὐτῆς λαϊκῆς μας νοικοκυρωσύνης, ἑπτά Ἑλληνοποῦλες τοῦ λαοῦ ἀπό 16-18 ἐτῶν. Δηλαδή ἑπτά νοικοκυροῦλες τοῦ μέλλοντος. Καί ἡ ἀπογοήτευσίς μου ὑπῆρξε τελεία. Ἐξηγοῦμαι: Ἀφ’ ὅτου ἔχασα μιά παλῃά ὑπηρέτρια, ποῦ εἶχα χρόνια ὁλόκληρα, βρέθηκα στήν ἀνάγκη νά τήν ἀντικαταστήσω μ’ ἕνα νέο κορίτσι, ποῦ νά μέ βοηθῇ σέ ὅλες τῇς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, χωρίς βέβαια νά ἔχω καί ὑπερβολικές ἀξιώσεις ἐκ μέρους του.
-Καί ἀλλάξατε ἑπτά ὥς τώρα;
-Ἑπτά ἀκριβῶς, εἰς διάστημα δύο μηνῶν. Σέ κάθε μιά δηλαδή χωριστά ἀναλογοῦν λιγώτερο ἀπό δέκα ἡμέρες ὑπηρεσίας στό σπίτι μου. Καί ξέρετε, ὅτι δέν φημίζομαι ὡς πολύ ἰδιότροπη κυρία. Φθάνει νά σᾶς εἰπῶ, ὅτι ἐκράτησα δέκα ὁλόκληρα χρόνια στήν ὑπηρεσίαν μου μιά ὑπηρέτρια μέ ἄπειρα ἐλαττώματα, μόνο καί μόνο γιατί εἶχε λίγα δράμια νοικοκυρωσύνης ἀπάνω της.
-Ὥστε, αἱ ἑπτά παρθένοι τῆς τελευταίας διμηνίας δέν εἶχαν οὔτε δράμι;
-Οὔτε κόκκον! Εἶνε ἀφάνταστον, φίλε μου, αὐτό, ποῦ εἶδαν τά μάτια μου. Τά κορίτσια αὐτά τοῦ λαοῦ δέν εἶχαν ἰδέαν ἀπό σπίτι. Δέν ἤξεραν νά πιάσουν τή σκούπα, δέν ἤξεραν νά ξεσκονίσουν, δέν ἤξεραν ν’ ἀνάψουν φωτιά, δέν ἤξεραν νά στρώσουν στοιχειωδῶς ἕνα κρεββάτι. Τίποτε ἀπολύτως. Ὅ,τι μοῦ ἔκαναν στό σπίτι μου, ὕστερα ἀπό χίλιες ὁδηγίες, ἔπρεπε νά τό ξανακάμω πάλιν μέ τά χέρια μου. Ἀφήνω πειά στρώσιμο τραπεζιοῦ καί τέτοιες πολυτέλειες. Τά κορίτσια μπορεῖ νά μή εἶχαν ἰδέαν τῶν πραγμάτων αὐτῶν. Ὁπωσδήπτοε, καί ἀπό τό σπίτι τους ἔπρεπε νά ξέρουν, ὑποθέτω, ὅτι ἡ σούπα τρώγεται μέ τό κουτάλι καί ὄχι μέ τό πηροῦνι. Καί ὅμως, οὔτε αὐτό δέν τό ἤξεραν. Ἄν ἐρωτᾶτε καί περί μαγειρικῆς…
-Καλῶς ὑγιαίνομεν, βέβαια.
-Λοιπόν, ἀκοῦστε με κύριε! Δέν εἶχα τήν ἀπαίτησιν, βέβαια, ἀπό τῇς κοπέλες αὐτές νά εἶνε κορντόν-μπλέ. Ἄλλως τε, δέν τῇς ἐπῆρα καί γιά μαγείρισσες. Εἶχα ὅμως τήν ἀπαίτησιν νά ξέρουν νά βράσουν ἕνα αὐγό, νά μποροῦν νά καταλάβουν πότε βράζει τό νερό, νά εἶνε σέ θέσι νά κατεβάσουν τό γάλα ἀπό τή φωτιά, ὅταν φουσκώσῃ. Αὐτά εἶνε πράματα, τά ὁποῖα σᾶς ὁρκίζομαι, ὅτι τό κοριτσάκι μου, ποῦ εἶνε μόλις δέκα ἐτῶν, τά γνωρίζει τελείως, μολονότι δέν θά εἶχεν ἴσως ἀνάγκην καί νά γνωρίζῃ. Καί αὐτές, κορίτσια τοῦ λαοῦ, ἀρραβωνιασμένες ὅλες, ἕτοιμες ν’ ἀνοίξουν αὔριο σπίτια, χωρίς μαγείρισσες, βέβαια, καί καμαριέρες, ὑποχρεωμένες, ἑπομένως, ἄν περιποιηθοῦν μόνες τους τόν ἄνδρα τους καί τά παιδιά τους, νά μαγειρέψουν, νά συγυρίσουν, νά παιδοκομίσουν, δέν ἤξεραν ἀπολύτως τίποτε ἀπό σπιτικό. Δέν μοῦ λέτε, σᾶς παρακαλῶ, τί θά φέρουν αὔριο αὐτές ᾑ γυναῖκες στούς δυστυχεῖς ἄνδρες τους, στό νοικοκυριό τους, στό σπίτι, ποῦ τόσο βιάζονται ν’ ἀνοίξουν; Ποιές ἱκανότητες καί ποιά τάλαντα;
-Μά ὑποθέτω, κυρία μου –τῆς εἶπα– πώς θά φέρουν μόνον ὅ,τι τούς ἔδωκεν ὁ καλός Θεός καί τίποτε περισσότερον. Οἱ δυστυχισμένοι λαϊκοί σύζυγοι, χάρις εἰς τήν παροιμιώδη Ἑλληνικήν νοικοκυρωσύνην, συνήθισαν, ἄλλως, τε νά εἶνε τόσον ὀλιγαρκεῖς. Καί νά ἀντέχουν ταυτοχρόνως τόσον πολύ στή φαγούρα!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ