Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 10 Φεβρουαρίου 1919
Ὑπάρχουν λοιπόν καί ἄνθρωποι ἐργαζόμενοι δεκαέξ ὥρας τό ἡμερονύκτιον, καθ’ ἥν στιγμήν καθιεροῦται τό ἑξάωρον καί τό τετράωρον τῆς ἐργασίας δι’ ὅλον τόν ἐργαζόμενον κόσμον; […] Διά νά φθάσῃ ὁ κόσμος εἰς τό σημεῖον ποῦ ἔφθασεν, ὑπῆρξαν ἐργάται χωρίς μπλούζαν, οἱ ὁποῖοι δέν ἐγνώριζαν εἰς τήν ζωήν των τί θά εἰπῇ ὕπνος, ἀνάπαυσις καί χαρά. Δέν ὑπῆρξαν σκλάβοι κανενός, κανείς δέν τούς ὑπεχρέωσε νά ἐργασθοῦν, καμμία ἰδιοτέλεια δέν ὑπῆρξε τό κίνητρον τῶν ἀγρυπνιῶν των καί τῶν κόπων των. Εἰργάσθησαν διά τούς ἄλλους. Καί οἱ ἄλλοι δρέπουν σήμερον τούς καρπούς τῆς σιωπηλῆς ἐργασίας των. […] Ὅλα εἶνε ἔργα ἀνθρώπων, καί ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή δέν ἠμποροῦσαν, φυσικά νά πενταπλασιάσουν ἤ δεκαπλασιάσουν τά ἔτη τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς διά νά φέρουν εἰς πέρας τό ἔργον, ποῦ ἀνέλαβαν, ἐπενταπλασίασαν καί ἐδεκαπλασίασαν τήν ἐργασίαν των.
Ἕνας Παστέρ δέν ὑπῆρξε μόνον μεγαλοφυής. Ἡ μεγαλοφυΐα μόνη δέν ἀρκεῖ διά τίποτε. Ὑπῆρξε πρό παντός ἐργάτης. Καί κατά τάς στιγμᾶς, ποῦ ὁ ἄλλος ἐργάτης, ὁ διεκδικῶν διά τόν ἑαυτόν του μόνον τά προνόμια καί τούς τίτλους τοῦ τιμίου ἱδρῶτος, ἄφινε τήν ἐργασίαν του διά ν’ ἀναπαυθῇ ἀμέριμνος καί νά χαρῇ τήν ζωήν κατά τάς προτιμήσεις του, ἕνας Παστέρ ἔσκυβεν ἐπάνω εἰς τόν φακόν τοῦ μικροσκοπίου ἤ ἀγρυπνοῦσεν ὑπό τό φῶς μιᾶς λάμπας, ἐπάνω εἰς τά βιβλία του. Δέν ἐγνώρισεν ἀνάπαυσιν, ἑορτήν, διάλειμμα, ὕπνον, χαράν. Ἕνας Ἔδισσων ἐπίσης. Ἄπειροι ἄλλοι. Ἐργάται ὅλοι παλαιοί, νέοι, σημερινοί, τῆς τελευταίας στιγμῆς ἀκόμη, τούς ὁποίους κανείς δέν συλλογίζεται, διά τούς ὁποίους κανείς δέν μεριμνᾷ, τῶν ὁποίων τά δίκαια κανείς δέν ἔρχεται νά τά ὑψώσῃ ἐπάνω εἰς μίαν σημαίαν καί νά τά περιφέρῃ μέ ἀλαλαγμούς ἀνά τάς ὁδούς. Οἱ Μπολσεβῖκοι τῆς Ρωσσίας ἔσφαξαν καί μερικούς ἀπ’ αὐτούς ὡς στοιχεῖα μό… «παραγωγικά» ἤ ἐπῆραν ἄλλους ἀπό τό ἐργαστήριον καί τήν βιβλιοθήκην των καί τούς ἔφεραν νά ἐργασθοῦν εἰς τό σιδηρουργεῖον, διά νά μή μένουν ἄεργοι ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἐργαζομένων.
Τό κτῆνος ἀκόμη, ποῦ ἀπεπειράθη προχθές νά δολοφονήσῃ τόν πρῶτον ἐκ τῶν Ἡρώων τῆς Γαλλικῆς Πατρίδος, θά ἐφαντάζετο ἴσως ὅτι αὐτάς εἶνε ἡ ἐργατική μέλισσα καί ὁ Κλεμανσώ ὁ κηφήν. Ὁ κατασκευαστής μιᾶς καρέκλας ἐφαντάσθη τόν ἑαυτόν του ἀνώτερον καί χρησιμώτερον εἰς τόν κόσμον ἀπό τόν δημιουργόν ἑνός ἔθνους, μιᾶς ἀνθρωπότητος, μιᾶς Ἱστορίας. Ὁ ἄνθρωπος ποῦ εἰς τά ὀγδόντα του ἔτη, εἰς τά ὁποῖα κανένας ξυλουργός καί λεπτουργός δέν θά ἔστεργε βεβαίως νά ἐργασθῇ, διεκδικῶν τήν ἀνάπαυσιν τήν ἀνήκουσαν εἰς τό γῆράς του καί τήν ἀσθένειάν του, ὁ ἄνθρωπος ποῦ εἰς τά ὀγδόντα του ἔτη ἐφορτώθη εἰς τούς κυρτωμένους ὤμους του τήν ὑπόθεσιν τῆς Γαλλίας καί τῆς Ἀνθρωπότητος καί ἐξέθεσε τό στῆθός του εἰς τάς σφαίρας τοῦ ἐχθροῦ, ὡς ἔφηβος καί ὡρκίσθη νά μήν κλείσῃ τά βλέφαρά του πρίν καταναλώσῃ καί τό τελευταῖον μόριον τῆς ζωῆς του διά τήν Πατρίδα του καί διά τόν Κόσμον, ὁ ἄνθρωπος αὐτός τοῦ ἐφάνη… ἄχθος ἀρούρης. Καί τό ἔργον του τοῦ ἐφάνη ἴσως κατώτερον ἀπό τό καρεκλόξυλον τῆς τέχνης του. Εἶνε, βλέπετε, καί αὐτό μία ἰδεολογία εἰς τόν αἰῶνά μας. Καί δέν χρειάζονται παρά ἕνας σαλευμένος ἐγκέφαλος διά νά τήν μεταβάλῃ εἰς μίαν ὡραίαν πραγματικότητα.
Τό εὐτύχημα εἶνε, ὁπωσδήποτε, ὅτι ὁ κόσμος δέν θά χάσῃ ποτέ τήν εὐγένειάν του. Διότι δέν ἠμπορεῖ νά χάσῃ ποτέ ὅ,τι εὑρίσκεται μέσα εἰς τήν Φύσιν τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Ἥρωες δέν θά λείψουν ποτέ ἀπό τήν ἀνθρωπίνην οἰκογένειαν. Διότι κανένα ἀνθρώπινον «σύστημα» δέν θά σταθῇ ποτέ ἱκανόν νά σβύσῃ τήν ὡραιότητα τοῦ κόσμου εἰς μίαν ἀστείαν καί ἀντιφυσικήν ἰσοπέδωσιν. Ὅ,τι ἀποτελεῖ φυσικήν ἀντινομίαν εἶνε ἀδύνατον νά ζήσῃ πέραν τῶν ὁρίων μιᾶς τεχνητῆς καί ψεύτικης ζωῆς. Καί ὁ αἱμόφυρτος ἥρως τῆς Γαλλικῆς Πατρίδος, ὁ ὁποῖος παλαίων πρός τόν θάνατον, ἐφρόντιζεν ἀκόμη «νά λυθοῦν ταχέως τά ἐκκρεμῆ ζητήματα τῆς ἀνθρωπότητος», θά ἐπανέλθῃ αὔριον εἰς τό μέγα του ἔργον καί θά φροντίσῃ νά κάμῃ καλλιτέραν τήν ζωήν εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπεβουλεύθη τήν ἰδικήν του. Καί θά εἰπῇ εἰς τόν κάθε ξυλουργόν καί λεπτουργόν:
– Ἐσύ ἐργάσου ἕξη ὧρες καί κατόπιν ἀναπαύσου καί γλέντησε. Ἐγώ θά ἐξακολουθήσω, ὅσον μοῦ μένει πνοή, νά ἐργάζωμαι δεκαέξη. Εἶνε δικαίωμά μου, νομίζω. Καί δέν θά ζητήσω καμμίαν ἰδιαιτέραν ἀμοιβήν. Ἀρκετή μου ἀμοιβή εἶνε ἡ συναίσθησις, ὅτι ἐργάζομαι διά μίαν ὡραίαν ἰδέαν καί ἕνα εὐγενικόν σκοπόν. Ἔτσι θά ὁμιλῇ πάντοτε ἡ εὐγένεια καί ἡ ὑπεροχή. Ἔτσι θά φονεύῃ ἡ ἀχαριστία καί ἡ παραφροσύνη. Καί ἔτσι ὁ κόσμος θά ἐξακολουθῇ νά εἶνε ὡραῖος, εἰς τό πεῖσμα ἐκείνων ποῦ ζητοῦν νά τόν ἀσχημίσουν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ