«Ἔλα λίγο ἐπάνω, θέλω νά γνωρίσεις ἕναν φίλο» μοῦ εἶπε στό τηλέφωνο ὁ Μίμης Παπαναγιώτου, τότε διευθυντής τῆς «Καθημερινῆς».
Ἀνέβηκα σαλτάροντας τίς μαρμαρένιες σκάλες καί βρέθηκα στό γραφεῖο του, στόν πέμπτο ὄροφο τῆς Σωκράτους. «Νά σοῦ συστήσω τόν φίλο μου, Τηλέμαχο Μαρᾶτο. Εἶναι πλοίαρχος Ἐμπορικοῦ Ναυτικοῦ, σέ διαβάζει καί ἤθελε νά σέ γνωρίσει.»…
Ἦταν ἡ ἐποχή πού ἡ ἐφημερίδα μοῦ εἶχε ἀναθέσει, ἐκτός τοῦ «πειραϊκοῦ», καί τό «ναυτιλιακό» ρεπορτάζ, ἀπό τό ὁποῖο μόλις εἶχε ἀποχωρήσει ὁ Νῖκος Σίμος, πού εἶχε μεταπηδήσει στό πολιτικό. Ἔτσι, γνωρίστηκα μέ τόν Τηλέμαχο Μαρᾶτο, πού μᾶς ἄφησε προχθές γιά ἄλλες, πιό ἤρεμες, ἐλπίζω, θάλασσες.
Ἡ γνωριμία ἐκείνη, πολύτιμη καί ἰδιαίτερα σημαντική γιά ἐμένα, ἐξελίχθηκε μέ τά χρόνια σέ φιλία. «Μοῦ ἄρεσε ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο γράφεις γιά τά ναυτιλιακά θέματα. Εἶναι σάν νά τά γράφω ἐγώ, πού εἶμαι θαλασσινός» μοῦ εἶπε, πίνοντας καφέ στήν Ναυτιλιακή Λέσχη, ὅταν κατέβαινε –τότε– συχνά στόν Πειραιᾶ. «Μά, εἶμαι θαλασσινός» τοῦ εἶπα, κάτι πού πίστευα, ἀφοῦ ὁ ἀδελφός μου ἦταν ναυτικός καί ὁ πατέρας μου πέρασε σχεδόν ὅλη του τήν ἰατρική σταδιοδρομία στόν «Οἶκο τοῦ Ναύτου», ἔχοντας τήν εὐθύνη τῶν παιδιῶν τῶν ναυτικῶν στήν δεύτερη περιφέρεια τοῦ Πειραιῶς.
Κι ἔτσι, ὁ Μαρᾶτος, πού μάθαινε τά πάντα γιά ὅλους σέ χρόνο ρεκόρ, ἐξελίχθηκε σέ φίλο, σύμβουλο, ἀλλά καί ἀστείρευτη πηγή εἰδήσεων.
Μοῦ ἔδινε πληροφορίες πού οἱ συνάδελφοί μου δέν μάθαιναν τόσο σύντομα. Ἔτσι, γνώριζα σχεδόν ἀμέσως ὅτι ὁ τάδε ἀγόρασε ἕνα βαπόρι, ὅτι τό τάδε πλοῖο πιάστηκε σέ κάποιο λιμάνι τοῦ ἐξωτερικοῦ γιά κάποια παράβαση, καθώς καί πολλά οἰκογενειακά τοῦ ἐφοπλιστικοῦ χώρου, γιά τά ὁποῖα οὐδέποτε ἔγραψα, καθώς ἡ ἐφημερίδα δέν τά ἤθελε. Ὡστόσο, τά μετέδιδα στήν Ἑλένη Βλάχου, ἡ ὁποία τά ἄκουγε μέ ἐνδιαφέρον!
Θυμᾶμαι, ὅταν συνέβη ἐκείνη ἡ περίεργη ἱστορία μέ τό Κωσταλέξι, μέ τήν γυναῖκα τήν ὁποία τά ἀδέλφια της εἶχαν κρατήσει κλεισμένη γιά δεκαετίες στό σπίτι. Μέ φώναξε στό γραφεῖο του ὁ Παπαναγιώτου. «Πάρε φωτογράφο μαζί σου καί φύγε γιά τό Κωσταλέξι.» «Γιατί; Ἔγινε ἐκεῖ κανένα ναυάγιο;» ρώτησα, δῆθεν ξαφνιασμένος. «Ἄστα αὐτά καί φύγε.» Μιλοῦσα μέ τόν Μαρᾶτο πρίν λίγο καί τοῦ εἶπα γιά τό θέμα.
Ἐκεῖνος μοῦ ζήτησε νά σέ στείλω, γιατί γράφεις ἁπλά καί χωρίς πολλά πολλά, μοῦ λέει, καί ἔφυγα! Ὅταν ἐπέστρεψα, ἡ Ἑλένη Βλάχου μέ συνεχάρη «γιά τό ὕφος καί τήν γραφή» καί ἔκτοτε, ἡ «Καθημερινή» μέ ἔστελνε ὅπου ὑπῆρχε «μεγάλο θέμα». Ἀπό τούς σεισμούς τῆς Θεσσαλονίκης, τόν πόλεμο στήν Βοσνία καί ἄλλα μεγάλα γεγονότα. Καί ὅταν ἡ «Κυρά» τῆς ἐφημερίδας ἔκρινε ὅτι «εἶχα ὡριμάσει», μοῦ εἶπε, στό γραφεῖό της, παρουσίᾳ τοῦ Μίμη Παπαναγιώτου καί τοῦ Στάμου Ζούλα, ὅτι εἶχαν ἀποφασίσει «νά ἀρχίσω νά γράφω μικρά χρονογραφήματα καί παράλληλα νά περάσω στό πολιτικό ρεπορτάζ.» Εὐχαρίστησα καί ἔκανα νά φύγω. «Ναί, ἀλλά θά κρατήσεις τήν ἐποπτεία τοῦ “ναυτιλιακοῦ” καί θά γράφεις συχνά γιά τήν ναυτιλία» μοῦ εἶπε ὁ Μίμης. «Ὁ Τηλέμαχος ἔβαλε τό χεράκι του;» ρώτησα. Καί ὁ Μίμης μοῦ ἔγνεψε καταφατικά…
Τόν συνάντησα στίς ἡμέρες τῆς πανδημίας στό μέγαρο Μακεδονία τοῦ καπετάν Παναγιώτη Τσάκου, μέ τόν ὁποῖο ἦταν πολύ φίλοι. «Ἔλα κι ἀπό τό σπίτι καμμιά φορά» μοῦ εἶπε. Πράγματι, περπατῶντας τήν Ἡρώδου Ἀττικοῦ γιά νά πάω στήν ἐφημερίδα, πίναμε ἕναν ἐσπρέσσο στό σαλόνι του. Τήν τελευταία φορά πού τά εἴπαμε, νομίζω ἀρχές Ὀκτωβρίου, μοῦ εἶπε ὅτι «ἑτοιμάζει βαλίτσες γιά ταξίδι». Τοῦ ἀπάντησα ὅτι «ὡς συγγενής τοῦ Μοροζίνι, εὐγενής τῶν Ἑπτανήσων, πρέπει νά γίνει Λέων τοῦ Πειραιῶς», καί γελάσαμε…
Καλό ταξίδι, καπετάνιε. Καί εὐχαριστῶ γιά ὅλα…