Τρίτη καί δεκατρεῖς, χθές
Θυμᾶμαι τήν μητέρα μου, ἄν καί διδασκάλισσα, κόρη ἑνός σπουδαίου λογίου καί πολιτικοῦ, ὅποτε ξημέρωνε τέτοια μέρα, νά σπεύδει νά ρίξει στό σπίτι «ἁγιασμό» καί νά μᾶς δώσει συμβουλές «νά προσέχουμε» διότι ἡ ἡμέρα «εἶναι γρουσούζικη».
Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ πατέρας μας, ἄνθρωπος μέ τό μυαλό πολλά χρόνια μπροστά, ἔκανε τά πάντα γιά νά τῆς βγάλει αὐτή τήν «πετριά», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε. Ἔτσι, περνοῦσε πάντα κάτω ἀπό σκάλα, χάιδευε ὁποιαδήποτε μαύρη γάτα εὕρισκε ἐμπρός του, ἔμπαινε στό σπίτι πρωτομηνιά μέ τό ἀριστερό πόδι ‒ἐπίτηδες προτεταμένο!
Δέν ἦταν μόνο ἡ «Τρίτη καί δεκατρεῖς». Ἔπρεπε, ὅταν εἴχαμε γιορτή καί τραπέζι, νά εἶναι οἱ συνδαιτημόνες πάντα περισσότεροι ἀπό δεκατρεῖς, τήν παραμονή τῶν Ταξιαρχῶν «νά μήν βγάζουμε τίποτε στό μπαλκόνι γιατί θά μᾶς γράψει στό τεφτέρι του ὁ Ταξιάρχης» καί ἄλλα τέτοια! Βέβαια, μ’ αὐτά καί μ’ αὐτά ἡ μαμά ἔζησε 96 χρόνια καί ὁ πατέρας ὀγδόντα! Εἶναι βέβαιο πώς ἄν ὑπάρχει αὐτό πού λένε «ἄλλη ζωή», θά τοῦ ἔχει ἀλλάξει τά φῶτα στήν γκρίνια λέγοντας «εἶδες πού εἶχα δίκιο;»… Προσωπικά, πιστεύω ὅτι δέν εἶμαι προληπτικός! Ἐν τάξει, κάποιες «περιέργειες» τίς ἔχω ὡς Ἕλλην! Δηλαδή ὅταν παίζει ἡ μάδα μου καί χάνει, ἀλλάζω θέση μέ τόν διπλανό μου «γιά νά σπάσει ἡ γκίνια». Ἀκόμη, ὅταν ἔχω κανέναν ἰσχυρό πονοκέφαλο καί συμβαίνει συχνά, τηλεφωνῶ στήν Μαρία μας καί τῆς ζητῶ «νά μέ ξεματιάσει». Ἀπό συνήθεια, φορῶ τόν «Μάρτη» στό δεξί μου χέρι κάθε πρώτη Μαρτίου καί συνηθίζω νά μπαίνω στό σπίτι «μέ τό δεξί». Ἀποφεύγω τόν ἀριθμό «δεκατρία» ὅσο μπορῶ καί δέν κάνω σοβαρά ραντεβού στίς δεκατρεῖς τοῦ μηνός. Ὅταν βλέπω τά σκοῦρα καί τά πράματα δέν πᾶνε καλά, ὁ παπᾶς τῆς ἐνορίας μας θά ἔλθει γιά ἕνα εὐχέλαιο, ὁπωσδήποτε! Ἄν δῶ κανένα ἄσχημο ὄνειρο (σπανίως βλέπω ὄνειρα διότι κοιμᾶμαι χωρίς νά φορῶ τά γυαλιά τῆς πρεσβυωπίας) θά τηλεφωνήσω στήν κυρία Ρίτα, σχεδόν αἰωνόβια φίλη μας παλιά, νά τῆς ζητήσω νά «μοῦ τό ἐξηγήσει». Ὅλα αὐτά, σᾶς διαβεβαιῶ, δίχως νά εἶμαι ἔστω καί ἐλάχιστα προληπτικός. Ἁπλῶς, τά εἶδα, τά ἔμαθα καί μ’ αὐτά μεγάλωσα. Εἶναι κάτι σάν …παράδοση! Οὔτε τά πιστεύω ὅτι θεωρῶ ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρχει «γρουσουζιά», μπορεῖ νά ὑπάρχει αὐτό πού λέμε «κακό μάτι», ἔστω καί ἄν ἡ γιαγιά μου ἐπέμενε ὅτι «ἡ θρησκεία μας παραδέχεται τήν βασκανία». Αὐτά εἶναι γιά τούς περιορισμένων ἀντιλήψεων ἀνθρώπους καί τά ἀντιπαρέρχομαι καί, μεταξύ μας, «φτύνω τόν κόρφο μου» νά μήν τήν ψωνίσω καί κάνω ὅ,τι ἔκανε ἡ μητέρα μου, πού δέν μᾶς ἄφηνε οὔτε νά βγοῦμε ἔξω νά παίξουμε ὅταν ἔπεφτε Τρίτη καί δεκατρεῖς.
Τώρα γιατί χθές, πού γιά νά ἀποδείξω ὅτι δέν πιστεύω στίς προλήψεις, ἀποφάσισα Τρίτη καί δεκατρεῖς νά πιῶ καφέ μέ τόν φίλο μου τόν Κώστα πού ὅλοι τόν λέμε …γρουσούζη, εἶναι ἄλλου παπᾶ εὐαγγέλιο. Ἀλλά γιατί μόλις τέλειωσα τόν καφέ μου, γύρισα τό κουπάκι ἀνάποδα;