Τήν ζημιά μᾶς τήν ἔκαναν οἱ διαφημίσεις στήν τηλεόραση!
Δύο μῆνες πρίν τά Χριστούγεννα, ἐκεῖ πού λές «ἔχουμε καιρό, μωρέ», ἀρχίζει τό ἐτήσιο φαινόμενο «προεορταστικός πανικός!»… Εἶναι ἡ περίοδος ὅπου ὅλοι ὁρκιζόμαστε ὅτι «ἐφέτος θά εἴμαστε πιό ὀργανωμένοι» καί καταλήγουμε νά στολίζουμε τό δέντρο στίς 22 Δεκεμβρίου καί στίς 24 νά ψάχνουμε νά βροῦμε ποῦ ἔχουμε βάλει τό καλό τραπεζομάντηλο πού πέρυσι ὁρκιστήκαμε ὅτι θά φυλάξουμε «σέ εὐδιάκριτο σημεῖο»…
Ἔτσι, δύο μῆνες πρίν τά Χριστούγεννα, μέ τό πού θά πέσει ἡ πρώτη ρεκλάμα τοῦ «Τζάμπο», κάποιος στήν οἰκογένεια προτείνει διακριτικά: «Μήπως νά βγάζαμε τό δεντράκι; Ἔτσι… γιά νά μήν τρέχουμε τελευταία στιγμή».
Ἡ πρόταση ἀπορρίπτεται πανηγυρικά μέχρι πού, μιά μέρα, τό βλέμμα πέφτει στό κουτί μέ τά στολίδια καί συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἀπό πάνω του ἔχει χτιστεῖ ἕνας μικρός πύργος ἀπό πράγματα πού «θά τακτοποιούσαμε ἀργότερα». Μόλις καταφέρουμε νά ξεθάψουμε τό κουτί, ἔρχεται ἡ στιγμή τῆς ἀλήθειας! Τά μισά λαμπάκια δέν ἀνάβουν, τό ἀστέρι ἔχει στραβώσει καί οἱ μπάλες εἶναι ἀταίριαστες μεταξύ τους σάν νά εἴχαμε στολίσει δέντρο καί σπίτι μέ τά μάτια κλειστά τά προηγούμενα χρόνια. Παρ’ ὅλα αὐτά, τό δέντρο στολίζεται, ἔστω καί ἄν ἡ μιά πλευρά μοιάζει μέ λούνα πάρκ κι ἡ ἄλλη μέ λουθηρανικό μοναστήρι.
Ἄσε δέ πού μέ τίς διαφημίσεις ξεχάσαμε ὅτι τά δῶρα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες τά κάνουμε παραμονή Πρωτοχρονιᾶς καί ὄχι Χριστούγεννα. Ἔλα, ὅμως, πού ὁ Ἅη-Βασίλης τοῦ «Τζάμπο» ζήλεψε ἐκεῖνον τῆς Κόκα-Κόλα κι ἔρχεται κι αὐτός… δυό μῆνες πρίν τά Χριστούγεννα!
Δύο μῆνες πρίν, λοιπόν, ὅλοι δηλώνουν ἀποφασισμένοι. «Ἐφέτος θά ψωνίσουμε νωρίς, δέν θά περιμένουμε τήν τελευταία στιγμή»… Ἀκολουθοῦν δύο μῆνες ὅπου κανείς δέν ἀγοράζει τίποτε, μέχρι πού ξαφνικά, μιά μέρα, χτυπάει ὁ κώδων! «Ἔμειναν μόλις τρεῖς μέρες!» Κι ἔτσι, ἀρχίζει τό γνωστό κυνήγι. Ψάχνεις δῶρα γιά συγγενεῖς πού δέν ἔχεις δεῖ ἀπό πέρυσι καί προσπαθεῖς νά μαντέψεις τί μπορεῖ νά θέλει ὁ καθένας. Ἡ θεία Φεβρωνία; Ἴσως κάτι γιά τό σπίτι. Ὁ θεῖος Ἐπαμεινώνδας; Κάποιο βιβλίο πού νά τοῦ ἀρέσει, ἀλλά μέ μεγάλα στοιχεῖα τυπωμένο. Ὁ κουμπάρος; Κάτι χρήσιμο, ἀλλά νά μήν κοστίζει, ἀφοῦ κι ἐκεῖνος φέρνει –ἄν τό θυμηθεῖ– ἕνα μπουκάλι κρασί. Στό τέλος ἀγοράζεις ὅ,τι βρεῖς μπροστά σου καί λές ὅτι «τό σημαντικό εἶναι ἡ πρόθεση».
Ὅσο γιά τήν κουζίνα, ὅλοι ἀρχίζουμε μέ τόν ἐνθουσιασμό παίκτη πού ἑτοιμάζεται γιά Master Chef. «Ἐφέτος θά φτιάξω μελομακάρονα καί κουραμπιέδες καί χριστουγεννιάτικη πουτίνγκα», λές καί μετά θυμᾶσαι ὅτι τό μόνο πού μπορεῖς νά ψήσεις μέ ἐπιτυχία εἶναι τόστ! Παρ’ ὅλα αὐτά τό ἐπιχειρεῖς. Ἡ κουζίνα θυμίζει ἔκρηξη φούρνου μικροκυμάτων σέ ἐργαστήριο ζαχαροπλαστικῆς, ἀλλά στό τέλος, παρά τό χάος, τά γλυκά –κάπως– τρώγονται. Ἤ τοὐλάχιστον, κανείς δέν παραπονιέται φωναχτά.
Καί κάπως ἔτσι, μέ λειψό ἀστέρι στήν κορυφή, πρόχειρα τυλιγμένα δῶρα καί κουραμπιέδες πού θρυμματίζονται μέ τό βλέμμα, φθάνουν τά Χριστούγεννα. Καί τότε συνειδητοποιεῖς ὅτι ὅλος αὐτός ὁ προεορταστικός πανικός εἶναι μέρος τῆς μαγείας. Γιατί, στό τέλος, ὅλα γίνονται, ὅλοι γελοῦν, ὅλοι τρῶνε, καί σκέφτεσαι: «Τοῦ χρόνου θά εἴμαστε πιό ὀργανωμένοι».
Μέχρι, φυσικά, νά ξαναέλθουν οἱ… δυό μῆνες πρίν τά Χριστούγεννα!

