Καθόμουνα προχθές στό μπαλκόνι, ἔπινα τόν καφέ μου, καί ἀπολάμβανα τήν συναυλία τῆς γνωστῆς ἑλληνικῆς συμφωνικῆς ὀρχήστρας τῶν κορναρισμάτων.
Ὁ ἕνας κορνάρει στόν ἄλλον, ὁ τρίτος κάνει ἑλιγμό λές καί παίζει σέ ταινία καταδιώξεως, κι ὁ τέταρτος, ὁ ἀπίθανος, μιλᾶ στό κινητό, κρατῶντας τό τιμόνι μέ δύο δάχτυλα. Ἄν θές νά δεῖς τί θά πεῖ «δρόμος-πεδίο μάχης» δέν χρειάζεται νά πᾶς οὔτε στήν Γάζα οὔτε στό Κίεβο. Βγές μιά βόλτα στήν Κηφισίας, Δευτέρα πρωί.
Ὁ Ἕλληνας ὁδηγός δέν πάει κάπου. Κάνει ἐπίδειξη. Σοῦ δείχνει ὅτι ἔχει αὐτοκίνητο πιό γρήγορο ἀπό τό δικό σου, ὅτι ξέρει «κόλπα καί τσαλιμάκια», ὅτι μπορεῖ νά σέ προσπεράσει ἀπό δεξιά, ἀριστερά, καί ἄν δέν βολεύει, ἀπό πάνω. Οἱ διαβάσεις πεζῶν; Στολίδια στό δρόμο, σάν τά φῶτα τῶν Χριστουγέννων. Στέκεται ἡ γιαγιά νά περάσει καί τρέμει ἡ δύστυχη, λές καί εἶναι σημαία στόν ἄνεμο.
Καί μήν ἀρχίσουμε γιά τό φανάρι. Πράσινο; Βούρ! Πορτοκαλί; Ἀκόμα πιό βούρ! Κόκκινο; Ἔ, ἅμα προλάβουμε, γιατί ὄχι; Στήν Ἑλλάδα τό κόκκινο φανάρι εἶναι περισσότερο πρόταση παρά ἐντολή. Ἕνας Καναδός φίλος μοῦ εἶπε κάποτε: «Στήν Ἀθήνα, ὁδηγεῖτε σάν νά ἔχετε ραντεβού μέ τόν ἅγιο Πέτρο». Δέν τοῦ ἀπάντησα, γιατί μᾶλλον εἶχε δίκιο.
Ὅμως τό χειρότερο δέν εἶναι ἡ ταχύτητα ἤ τά τσαλιμάκια. Εἶναι ἡ νοοτροπία. Ὁ Ἕλληνας ὁδηγός πιστεύει ὅτι ὁ δρόμος τοῦ ἀνήκει. Ὅτι οἱ ἄλλοι ἁπλῶς ὑπάρχουν γιά νά τοῦ δυσκολεύουν τή διαδρομή. Ἔχει μιά ἔμφυτη καχυποψία: «Ἄν δέν τόν κλείσω, θά μέ κλείσει αὐτός». Κι ἔτσι ἔχουμε μποτιλιάρισμα ἀπό ἐγωισμό, ὄχι ἀπό κίνηση.
Καί μέσα σέ ὅλα, ἐκεῖνα τά μηχανάκια. Ὁ ντελιβερᾶς πού περνάει ξυστά ἀπό τό γόνατό σου, τό παπί μέ τρεῖς ἐπιβάτες καί ἕνα σκυλάκι στό καλάθι, τό σκοῦτερ πού ἀποφάσισε ὅτι τό πεζοδρόμιο εἶναι ἰδανική λεωφόρος. Δέν φταῖνε πάντα αὐτοί –εἶναι καί τό μεροκάματο πού καίει– ἀλλά ὅταν μπαίνουν στό φανάρι ἀνάμεσα ἀπό τά αὐτοκίνητα σάν φίδια, λές κι ὁ θάνατος εἶναι παιχνίδι, τό στομάχι σου σφίγγεται.
Ὁδηγῶ στό «Ποτάμι» καί πηγαίνω μέ «80», ὅσα γράφει ὁ φωτεινός πίνακας πού ἀναβοσβήνει. Μοῦ κορνάρουν ὅλοι καί μέ προσπερνοῦν. Τρέχουν μέ ἑκατό, ἑκατόν εἴκοσι. Καί κανείς δέν τούς σταματᾶ. Σέ ὅποια ἄλλη χώρα, θά τούς εἶχαν πάρει τήν ἄδεια ὁδηγήσεως.
Κι ὅμως, πίσω ἀπό ὅλη αὐτή τήν τρέλλα, ὑπάρχει μιά εἰρωνεία: Ὁ ἴδιος Ἕλληνας, πού στή Γερμανία ὁδηγεῖ σάν ἅγιος, στήν πατρίδα του γίνεται ὁ διάβολος τοῦ δρόμου. Ἐκεῖ ὑπακούει, ἐδῶ αὐτοσχεδιάζει. Καί ἴσως αὐτό νά λέει πολλά –γιά τό πῶς βλέπουμε τόν ἑαυτό μας καί τόν τόπο μας.
Μέχρι νά ἀλλάξουμε μυαλά, οἱ δρόμοι μας θά μοιάζουν μέ καρμανιόλες. Θά θρηνοῦμε κάθε χρόνο μιά ὁλόκληρη κωμόπολη! Θά ἀκοῦμε καθημερινά γιά «θανατηφόρα τροχαῖα» καί θά προσπερνᾶμε. Καί τότε, φίλε μου, μήν παραπονιέσαι γιά τά ἀτυχήματα. Ρίξε μιά ματιά στό καθρεφτάκι, μπροστά σου, καί θά καταλάβεις.