Τώρα πού πέρασαν οἱ μέρες τῆς ἐντάσεως καί τῶν γεγονότων, ἄς μιλήσουμε γιά ἐκεῖνες τίς στιγμές πού εἴχαμε τήν τύχη νά ζήσουμε καί πού δέν ξεχνᾶμε ποτέ.
Ἦταν Νοέμβριος. Ἀπό ἐκείνους τούς προχειμέριους μῆνες, πού πέφτουν βαριά πάνω στήν πόλη, σάν ὑγρή κουβέρτα. Οἱ δρόμοι μύριζαν καυσαέριο καί ἀνησυχία. Μιά ἀνησυχία πού δέν εἶχε ὄνομα, ἀλλά ὅλοι τήν ἀντιλαμβάνονταν. Κάτι ψιθύριζε ὅτι οἱ καιροί ἄλλαζαν, ὅτι ὑπῆρχε στόν κόσμο κινητικότητα, ἔστω καί λίγη, ἀλλά ἐμφανής. Καί στήν μέση ἐκείνου τοῦ ἀναβρασμοῦ, πρόβαλε σάν ἀναδυόμενη νησῖδα τό Πολυτεχνεῖο.
Σάν μιά μεγάλη καρδιά πού ἔστελνε ρυθμικά αἷμα στίς φλέβες τῆς χώρας, θυμίζοντας ὅτι ἡ ἐλευθερία καί ἡ δημοκρατία δέν εἶναι πολυτέλεια, ἀλλά ἀνάγκη. Κι ἐκείνη ἡ ἀνάγκη βρῆκε φωνή σ’ ἐκείνους τούς νέους, στά παιδιά. Στούς φοιτητές πού, μέ τήν ὁρμή καί τήν ἄγνοια τοῦ κινδύνου, πῆραν στά χέρια τους τήν εὐθύνη μιᾶς ὁλόκληρης γενιᾶς.
Ἄλλοι κρατοῦσαν σημαῖες. Ἄλλοι ἔγραφαν βιαστικά συνθήματα σέ χαρτόνια πού δέν ἄντεχαν ἄλλη μελάνη. Ἄλλοι εἶχαν μόνο τήν φωνή τους, μά ἦταν ἀρκετή, ἔφτανε. Δέν σκέφτηκαν ἄν θά νικοῦσαν. Δέν εἶχαν πολυτέλεια νά ζυγίσουν πιθανότητες. Εἶχαν μόνο τήν πίστη ὅτι ὑπάρχει μέσα σου ἕνα «ὄχι», πού δέν τό πνίγνεις, ἀλλά τό φωνάζεις, κι ἄς γίνει ὅ,τι θέλει!
Οἱ δρόμοι γύρω γέμισαν βήματα καί βλέμματα πού ἔψαχναν τρόπο νά ποῦν «ὥς ἐδῶ!», χωρίς νά χρειασθοῦν μεγάλες φράσεις. Μέ τραγούδια πού ξεχύνονταν ἀπό τά μικρά ἠχεῖα, πού φάνταζαν τεράστια μέσα στήν καταπίεση. Καί μέσα σ’ ὅλο αὐτό, ὑπῆρχε μιά ὑπέροχη τρυφερότητα. Ἕνα χάδι ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους πού ἴσως δέν θά γνωρίζονταν ποτέ σέ ἄλλες ἐποχές, μά ἐκεῖνες τίς μέρες ἔγιναν μιά συντροφιά, μιά οἰκογένεια, μιά γροθιά.
Ὅμως τά τάνκς, βαρειά, σιδερένια πράγματα, δέν ἤξεραν ἀπό ὄνειρα, ἀπό φόβους, ἀπό νιᾶτα, ἀπό φιλί, ἀπό φωνή, ἀπό δάκρυ, ἀπό σύνθημα. Ὅταν, ὅμως, ἔπεσε ἡ πύλη, πῆρε ἀπό κάτω της καί τήν ψευδαίσθηση ὅτι μιά χώρα ὁλόκληρη μπορεῖ νά σωπαίνει γιά πάντα. Τήν βουβή δύναμη τοῦ φόβου. Ἀπό ἐκεῖνο τό λεπτό, τό τόσο καθοριστικό, ἡ Ἱστορία ἄλλαξε σελίδα.
Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ δέν τό ξέχασαν ποτέ. Τό ἔχουν ἐπάνω τους, σημάδι στό δέρμα, πού γίνεται πιό ἔντονο ὅταν πλησιάζουν οἱ μέρες. Ὄχι μόνο γιά ὅσα ἔγιναν, ἀλλά καί γιά ὅσα δέν πρέπει νά ξαναγίνουν.
Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, περνᾶς μπροστά ἀπό τό ἴδιο κτήριο καί νιώθεις πώς ἀκόμη κάτι φωτίζει ἐκεῖ μέσα. Στίς μνῆμες, στούς ἀνθρώπους πού ξέρουν πώς ἡ δημοκρατία δέν χαρίζεται, δέν εἶναι δεδομένη.
Κερδίζεται μέ μικρές καθημερινές πράξεις, μέ τήν φωνή, ὅταν πρέπει, μέ ἀνοιχτή καρδιά, ὅταν χρειάζεται.
Ἴσως αὐτό νά εἶναι τό «Πολυτεχνεῖο». Ὄχι μιά ἐπέτειος μόνο, ἀλλά μιά ἠχηρή ὑπενθύμιση. Μιά φωνή πού δέν ἔσβησε. Ἕνα τραγούδι ἡρωικό καί πένθιμο, πού μᾶς καλεῖ, κάθε χρόνο, νά θυμόμαστε πώς ἡ ἐλευθερία καί ἡ δημοκρατία εἶναι ἀγαθά πολύτιμα, ἀλλά καί εὐαίσθητα πολύ…

