Μεγάλωσα σέ ἕνα σπίτι, ὅπου ἡ μουσική εἶχε δεσπόζουσα θέση. Ἀπό μικρό παιδί ἄκουγα τόν πατέρα μου νά τραγουδᾶ ἀποσπάσματα ἀπό ὄπερες.
«Κεραυνός θά γινῶ καί θά πέσω», ἀπό τόν «Ριγκολέτο», τραγουδοῦσε καθώς ξυριζόταν, «Ὦ, πατρίδα ὡραία, χαμένη», ἀπό τόν «Ναμποῦκκο» ἔψαλλε μέ τούς φίλους του, ὅταν τό γλέντι ἔφθανε πρός τό τέλος του, «Φτερό στόν ἄνεμο, γυναίκας μοιάζει», τραγουδοῦσε γιά νά πειράξει τήν μητέρα μας.
Καί μέσα ἀπό τό γραμμόφωνο τῆς Columbia, πού ἀντικαταστάθηκε ἀπό ἕνα ραδιο-πικάπ Wega, ἔφθαναν σέ ἐμένα, ἀπό μικρό παιδί, οἱ θεῖες φωνές τοῦ Σαλιάπιν, τοῦ Μπεντζαμίνο Τζίλι, τοῦ Μάριο Λάντζα καί, ὅταν εἶχα λίγο μεγαλώσει, τῆς Μαρίας Κάλλας, τήν ὁποία λάτρεψα, ὅταν, μαθητής ἀκόμη, βρέθηκα μέ τόν πατέρα μου στήν Ἐπίδαυρο, ἄκουσα τήν θεία φωνή καί τήν εἶδα, ἔστω καί ἀπό ἀπόσταση, νά πάλλεται καί νά στέλνει μηνύματα στό ἄπειρο, μέ τόν δικό της, ἀλησμόνητο καί μοναδικό τρόπο.
Ἔκτοτε ὑπῆρξα καί ἐξακολουθῶ νά εἶμαι ἀκόλουθός της, καί σέ κάθε δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς μου προσφεύγω στήν ἀγαπημένη μου «Casta diva» ἀπό τήν Νόρμα τοῦ Μπελλίνι καί ξεφεύγω…
Μελέτησα προσφάτως τό βιβλίο τοῦ ἐκλεκτοῦ συναδέλφου Μιχάλη Δημητρίου «Δέν εἶμαι ἡ Μαρία, εἶμαι ἡ Κάλλας», μιά δύσκολη πορεία πρός τήν διερεύνηση τοῦ μυστηρίου πού κάλυψε τήν ζωή τῆς μεγάλης Ἑλληνίδας, μέ τήν ὑπερκόσμια φωνή. Ὡς θαυμαστής καί πιστός της, αἰσθάνομαι τήν ὑποχρέωση νά συγχαρῶ τόν συγγραφέα, πού, σέ μιά ἐποχή πού ὅλα ἔχουν χάσει τήν ἀξία τους, ἀναδεικνύει ἄγνωστες πτυχές τοῦ χαρακτῆρα ἑνός ἐκ τῶν ἰνδαλμάτων τῆς δικῆς μας νεότητας.
Τόλμησε νά καταπιαστεῖ μέ «τά ἅγια τῶν ἁγίων» καί τό κατόρθωσε χωρίς νά ἀναφωνήσει ἐκεῖνο τό ὀλίγον βάρβαρο «ἄρατε πύλας». Τίς ἄφησε μισάνοιχτες, ἀλλά μέσα ἀπό τό ἄνοιγμα αὐτό μᾶς ἔστειλε μηνύματα καί στιγμές ἀνθρώπινες τῆς μεγάλης αὐτῆς καλλιτέχνιδας. Τά πρόσωπα τά ὁποῖα ἀναφέρει, πρόσωπα οἰκεῖα της καί ἀξιόπιστα, σκιαγραφοῦν τήν Κάλλας καί μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἀκολουθήσουμε τά ἴχνη της ἀπό τά δύσκολα παιδικά, τά πιό δύσκολα ἐφηβικά, ἀλλά καί τήν σύντομη –τελικῶς– ζωή της, νά διακρίνουμε τόν χαρακτῆρα καί τίς μεταπτώσεις του, νά βαθμολογήσουμε τούς ἀνθρώπους πού τήν πλαισίωσαν –καί δέν ἦταν πολλοί– στήν ἐπίμονη, δύσκολη καί γεμάτη ἐμπόδια προσπάθειά της νά «βγάλει ἀπό μέσα της τό θεῖο χάρισμα πού τῆς ἔδωσε ὁ Θεός καί πού οἱ ἄνθρωποι προσπάθησαν νά τῆς στερήσουν.
Θυμήθηκα, μικρός, πού διάβαζα ὅσα ἔγραφαν οἱ ἐφημερίδες γιά ἐκείνη καί, ἀργότερα, τό πόσο θύμωσα μέ τόν τρόπο πού τήν ἀντιμετώπισε ὁ μέγας (στόν τομέα του) Ὠνάσης. Θυμᾶμαι ἐπίσης τήν θλίψη μας, στό σπίτι, ὅταν πληροφορηθήκαμε τόν ἀδόκητο θάνατό της.
Καί μέσα σέ ὅλα αὐτά, εἶδα χθές τήν φωτογραφία τῆς Μόνικα Μπελλούτσι, ἡ ὁποία ὑποδύεται τήν Μαρία Κάλλας στήν ταινία πού γυρίσθηκε προσφάτως. Νομίζω ὅτι τό ὅλο ὕφος της ταιριάζει μέ τήν μεγάλη μας ντίβα. Κάπως «φευγᾶτο», κάπως σχεδόν μελαγχολικό. Δέν ξέρω, ἀλλά πιστεύω ὅτι ἡ εἰκόνα της θά μᾶς θυμίσει τήν μεγάλη μας ἀγάπη. Μαρία Κάλλας, γιά πάντα!