ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ ΕΡΧΕΤΑΙ

Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 31 Δεκεμβρίου 1919

Τά Κάλλανδα μ’ ἐπληροφόρησαν σήμερον τό πρωΐ, ὅτι ὁ Ἅη-Βασίλης ἔρχεται ἀπό τήν Καισαρείαν. Αὐτό, ἐπί τέλους, δέν μοῦ ἐφάνει καί πολύ παράδοξον. Ἕνας Ἅγιος δέν ἠμπορεῖ βεβαίως νά ἔρχεται ἀπό τό Παρίσι ἤ ἀπό τό Λονδῖνον. Τό πολύ-πολύ θά ἠμποροῦσε νά ἔρχεται ἀπό τήν Πετρούπολιν καί νά ὀνομάζεται Ρασποῦτιν. Ἀλλά ἡ Ρωσσία, εὐτυχῶς, δέν κάμνει ἐξαγωγήν τῶν νέων της Ἁγίων. Ὁ Ἅη-Βασίλης ἑπομένως εἶνε πολύ φυσικόν νά ἔρχεται ἀπό τήν Καισαρείαν. Ἀλλά τά Κάλλανδα, τά ὁποῖα ἐπέχουν καί θέσιν Τελευταίας ἤ Ὑστάτης Ὥρας τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, διά τήν νωπότητα τῶν εἰδήσεών των, μέ ἐπληροφόρησαν ἀκόμη, ὅτι ὁ Ἅγιος «κρατεῖ μελάνι καί χαρτί-χαρτί καί καλαμάρι.» Καί, ἐπιπροσθέτως, «ὅτι τό καλαμάρι ἔγραφε –καί τό χαρτίν Ὡμίλει.» Ἀλλά ποίαν σχέσιν ἠμπορεῖ νά ἔχῃ ἕνας Ἅγιος μέ χαρτιά καί καλαμάρια, καί μάλιστα καλαμάρια γράφοντα καί χαρτιά ὁμιλοῦντα; Διά νά διευκρινήσω λοιπόν τό μυστήριον, ἔσπευσα πρός προϋπάντησιν τοῦ ἐκ Καισαρείας σεπτοῦ ξένου, τόν ὁποῖον συνήντησα ἀναπαυόμενον εἰς ἕνα χάνι ἔξω τῆς πόλεως καί ἀναλαμβάνοντα δυνάμεις μετά τήν μακράν του ὁδοιπορίαν, διά νά εἰσέλθῃ αὔριον εἰς τήν πόλιν.

– Καλῶς ὥρισες, πάτερ μου! Καλῶς ὥρισες! Ἡ εὐχή σου! τόν προσεφώνησα, ἀσπαζόμενος τήν δεξιάν του.

– Καλῶς σᾶς βρήκαμαν, παιδί μου! μοῦ ἀπήντησεν ἀσπαζόμενός με εἰς τό μέτωπον. Αἴ! Πῶς πᾶνε ᾑ προετοιμασίες; Ἑτοιμάσθηκαν ᾑ τροκάνες, ᾑ σφυρίχτρες, τά δῶρα, τά γλυκά; Εἶνε ὅλα ἕτοιμα;

– Ὅλα σέ περιμένουν, πάτερ μου, ἀνυπομόνως. Δέν ἔχεις παρά νά κάμῃς τήν θριαμβευτικήν σου εἴσοδον εἰς τήν πόλιν. Ὁ Ἅγιος ἐχαμογέλασεν ἀπό εὐχαρίστησιν.

– Δέ μοῦ λές, παιδί μου, ἐπρόσθεσε μέ κἄποιαν ἀνησυχίαν. Ἡ Ἀστυνομία ἔλαβε τά μέτρα της νά μήν περνοῦν αὐτά τά ὄργανα τοῦ Σατανᾶ, τά αὐτοκίνητα, ἀπό τούς δρόμους ποῦ θά περάσω; Εἶμαι καί γέρος ἄνθρωπος, βλέπεις, καί τήν ἄλλη χρονιά κόντεψε νά μέ κόψῃ ἕνα ἀπ’ αὐτά. Καί ἐννοεῖς, παιδί μου, ὅτι ἐγώ δέν ἔχω πλέον ἀνάγκην νά μέ κόψουν γιά ν’ ἁγιάσω. Ἔχω ἁγιάσει πρό πολλοῦ. Ἔσπευσα νά τόν πληροφορήσω, ὅτι πρό ὀλίγου ἀκριβῶς εἶχεν ἐκδοθῇ ἡ σχετική ἀστυνομική διάταξις.

– Καί τί νέα ἀπό τήν Καισαρείαν πάτερ μου; τόν ἠρώτησα.

– Τί νέα, παιδί μου, θέλεις; Φτώχεια! Ὁ Πόλεμος, βλέπεις, δέν ἔφθασεν ἕως ἐκεῖ μέ τά καλά του. Καί οἱ ἄνθρωποι δυστυχοῦν. Δέν βλέπεις παιδί μου, ὅτι δέν μπόρεσα νά οἰκονομήσω χαρτί καί καλαμάρι αὐτή τή χρονιά. Ἄν μποροῦσες νά μοῦ δώσῃς λίγες κόλλες καί κανένα κοντυλοφόρο… Πράγματι, ὁ Ἅγιος, λόγω τῆς ἐλλείψεως χάρτου καί γραφικῆς ὕλης εἰς τήν Καισαρείαν, δέν ἐκρατοῦσεν οὔτε χαρτί, οὔτε καλαμάρι. Τοῦ προσέφερα λοιπόν ἕνα Ἀμερικανικόν κονδυλοφόρον Βάσσερμαν καί ὀλίγας λωρίδας δημοσιογραφικοῦ χάρτου, διά νά ἐξοικονομηθῇ ὅπως-ὅπως. Καί ἐπωφελήθην ταυτοχρόνως τῆς εὐκαιρίας νά τοῦ κάμω τήν σχετικήν δημοσιογραφικήν ἀνάκρισιν.

– Δέν μοῦ λές, πάτερ μου, τοῦ εἶπα, ἄν δέν εἶνε ἀδιακρισία ἐκ μέρους μου: Τί σοῦ χρειάζεται ἐσένα, Ἁγίου ἀνθρώπου, τό χαρτί καί τό καλαμάρι; Μήπως δημοσιογραφεῖς εἰς καμμίαν ἐφημερίδα τῆς Καισαρείας καί πρόκειται νά στείλῃς ἀνταποκρίσεις ἐξ Ἀθηνῶν; Θά ἤμουν πρόθυμος νά σοῦ ἀνακοινώσω συναδελφικῶς τά τηλεγραφήματα τῆς ἐφημερίδος μου. Ὁ Ἅγιος συνωφρυώθη.

– Κατάπιε τή γλῶσσά σου, παιδί μου! ἐκραύγασεν. Ἕνας Ἅγιος δέν λέει ποτέ ψέμματα. Καί θέλεις καί νά τά γράφῃ μάλιστα; Ὕπαγε ὀπίσω μου Σατανᾶ! Καί ἔπτυσε τρίς εἰς τόν κόλπον του.

– Ἀλλά τό χαρτί; Τό καλαμάρι;… εἶπα εὐλαβῶς.

– Δέν ἐννοεῖς λοιπόν, παιδί μου; Κρατῶ σημείωσιν τῶν δώρων, τά ὁποῖα οἱ ἀδελφοί Χριστιανοί θά προσφέρουν εἰς τούς ὁμοίους των κατά τήν ἁγίαν αὐτήν ἡμέραν. Καί, ἀφοῦ ἔτυχες ἐμπρός μου, τέκνον μου, ἀρχίζω ἀπό τήν ἀγάπην σου. Λέγε λοιπόν καί γράφω. […]

– Δέν ἀλλάζουμε κουβέντα, πάτερ μου;

– Γιατί ν’ ἀλλάξουμε, τέκνον μου; Περίεργος ἄνθρωπος εἶσαι, τζάνουμ!

– Τέλος πάντων… ἐψέλλισε, αὐτά εἶνε μελαγχολικά πράγματα, πάτερ μου. Ἄς ποῦμε τίποτε ἄλλο, πλέον εὐχάριστον. Ἔπειτα δέν θά σέ φθάσῃ καί τό χαρτί. Αὐτή τή χρονιά ἔπρεπε νἀρθῇς μέ χιλιάδες κατάστιχα καί μέ βαρέλια μελάνι. Τί νά σοῦ κάμῃ τό χαρτί καί τό καλαμάρι; Δέν ἔχεις ἀκούσει λοιπόν περί ἐφοπλιστῶν; Δέν ξέρετε λοιπόν τίποτε ἐκεῖ κάτω στήν Καισαρείαν; Ὁ Ἅγιος ἄνοιξεν ὁλοστρόγγυλα τά μεγάλα του γαλανά μάτια καί ἐτραύλισεν:

– Ἐφοπλιστή, ἄκουα λέανε… Ἅμα τί πρᾶμμα ἤτανε δέν ἤξερα!

– Τώρα θά τό μάθῃς, πάτερ μου, τί πρᾶμμα εἶνε. Κάμε λίγη ὑπομονή! Τοῦ ἐφίλησα εὐλαβῶς τό χέρι καί τόν ἀπεχαιρέτισα.

– Ποῦ πᾷς, τζανούμ; Πολύ βιαστικός φαίνεσαι!

– Μά σκέπτομαι, πάτερ μου, νά τραβήξω κατά τόν τόπο σου. Ἡ Ἀθήνα, βλέπεις, δέν μᾶς σηκώνει πειά. Καλή ἀντάμωσι στήν Καισαρεία!

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

Απόψεις

Τί συμβαίνει μέ τήν χρυσῆ λίρα

Εφημερίς Εστία
Γιατί οἱ Ἕλληνες τήν ἐπιλέγουν ὡς ἐπένδυση – Ἡ τιμή της ἔχει ἀπογειωθεῖ καί συνεχίζει νά ἀνατιμᾶται – Τί δείχνουν τά στοιχεῖα τῶν ἀγοραπωλησιῶν ἀπό τήν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος

Ὁ Κύριος ἀπουσιάζει

Μανώλης Κοττάκης
Διανύουμε μία περίοδο τοῦ χρόνου πού ἐκπαιδεύουμε τούς ἑαυτούς μας στό ὄνειρο, στήν φιλοδοξία, στήν ἐλπίδα, στήν προοπτική ὅτι τά πράγματα θά ἀλλάξουν.

Κατέπεσε τό ἀεροσκάφος τοῦ Λίβυου Α/ΓΕΕΘΑ κοντά στήν Ἄγκυρα

Εφημερίς Εστία
Iδιωτικό ἀεροσκάφος Falcon 50, στό ὁποῖο ἐπέβαιναν πέντε ἐπιβάτες, συμπεριλαμβανομένου τοῦ Ἀρχηγοῦ τοῦ Ἐπιτελείου τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων τῆς Λιβύης, στρατηγοῦ Μοχάμεντ Ἀλί Ἀχμέντ-ἀλ Χαντάντ, ἐχάθη ἀπό τίς ὀθόνες τῶν ραντάρ μετά τήν ἀπογείωσή του ἀπό τό ἀεροδρόμιο Ἐσένμπογκα τῆς Ἄγκυρας.

Ὁ Μίκης, ὁ Σεφέρης, ὁ Καλδάρας, ὁ Μούτσιος καί ἡ ἄνω τελεία

Δημήτρης Καπράνος
Μέ τόν ἐξαίρετο μουσικό καί ἄνθρωπο Ἀπόστολο Καλδάρα συνεργάσθηκα ἐπί ἕνα χρόνο, στήν ἐκπομπή τῆς δημοσίας τηλεοράσεως «Ἀφετηρίες».

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 1965

Πρό 60 ἐτῶν
Ο ΚΟΣΜΟΣ Η ΒΑΤΡΑΧΟΣΟΥΠΑ