Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 22 Σεπτεμβρίου1925
Ἕνα ἀδέσποτον βρέφος –ὁ ἐν χρήσει ὄρος «ἔκθετον» δέν μοῦ φαίνεται καθόλου ἐκφραστικός τοῦ πράγματος, ἐφ’ ὅσον εἰς καμμιάν ἔκθεσιν δέν ἀγνοοῦμεν τούς ἐκθέτας– εὑρέθη προχθές, κατά τάς ἐφημερίδας, ἔξωθεν τοῦ Νοσοκομείου τῶν Ζώων. Καί πρέπει νά ὁμολογήσωμεν, ὅτι τά εὑρήματα τοῦ εἴδους αὐτοῦ δέν εἶνε τόσον ἄφθονα ἐσχάτως, ὅσον ἄλλοτε. Ἀπ’ ἐναντίας ἀρχίζουν νά γίνωνται καθημερινῶς σπανιώτερα.
Δέν γνωρίζω τί λέγουν αἱ στατιστικαί καί ἡ βρεφοδόχος τοῦ θλιβεροῦ ἀσύλου τῆς ὁδοῦ Πειραιῶς. Ἡ ἐντύπωσίς μου ὅμως, εἶνε αὐτή. Αἱ ἐφημερίδες, πού ἀναγγέλλουν καθημερινῶς ὅλα τά εὐχάριστα πράγματα τῆς ζωῆς, ἤτοι διαμελισμούς ἀνθρώπων ἀπό αὐτοκίνητα, φόνους, αὐτοκτονίας καί τόσας άλλας μικράς ἀτυχίας, ἀναφέρουν περισσοτέρας ἀνευρέσεις πτωμάτων ἐνηλίκων, εἰς τούς ἀγρούς, παρά νεογεννήτων βρεφῶν εἰς τά πεζοδρόμια. Τί συμβαίνει λοιπόν; Αἱ μητέρες ἔγιναν φιλοστοργώτεραι ἤ τά βρέφη, τρέμοντα τό Βρεφοκομεῖον, σπεύδουν ν’ αὐτοκτονήσουν πρίν φθάσουν εἰς τόν κόσμον; Ὑποθέτω, ὅτι συμβαίνει μᾶλλον, τό δεύτερον.
Καί ὅμως τά ἀδέσποτα βρέφη, ἐπί τῶν ὁποίων ἐσκόνταφτε τόσον συχνά, ἄλλοτε, ὁ σημερινός διαβάτης, ἦσαν –τώρα μόλις ἀντιλαμβανόμεθα– μία ἀπόδειξις ἀθωοτέρων ἠθῶν καί ἁγνοτέρων καταστάσεων. Διά νά ὑπάρχουν ἀδέσποτα βρέφη, ἐσήμαινεν ὅτι ὑπῆρχαν πρῶτον βρέφη, τά ὁποῖα σήμερον σχεδόν δέν ὑπάρχουν. Καί διά νά ὑπάρχουν βρέφη, ἔστω καί ἀδέσποτα, ὑπῆρχαν γυναῖκες, ποῦ ἔστεργαν νά ὑποβληθοῦν εἰς τήν γνωστήν ἐννεάμηνον δουλείαν, ποῦ ἀποτελεῖ τήν ἀναγκαίαν προϋπόθεσιν τῆς γεννήσεως ἑνός βρέφους. Ἐάν, διά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον λόγον, δέν ἦσαν εἰς θέσιν νά συνεχίσουν καί πέραν τοῦ ἐννεαμήνου τά καθήκοντά των, ἐμπιστευόμεναι αὐτά εἰς τήν Πολιτείαν ἤ τούς καλούς ἀνθρώπους, θά ἠμποροῦσαν ὅμως νά καυχηθοῦν, ὅτι εἶχαν ἐκτελέσῃ ὁπωσδήποτε τό πλέον ἀχάριστον μέρος τῶν καθηκόντων αὐτῶν καί εἶχαν στερηθῇ τό καλλίτερον καί τό γλυκύτερον. Ἔφερναν, ἐπί τέλους ἀνθρώπους εἰς τόν κόσμον.
Καί, τό κάτω-κάτω τῆς γραφῆς, ὅσους ἀπ’ αὐτούς καί ἄν καταβρόχθιζεν ὁ Μολώχ τοῦ Βρεφοκομείου, ἀπέμεναν πάντοτε μερικοί, διά τήν διαιώνισιν τοῦ εἴδους. Ἑπομένως δέν θά εὑρεθῇ κανείς, ὑποθέτω, νά ὑποστηρίξῃ σοβαρῶς, ὅτι ἡ αὔξησις τῶν θυμάτων τῶν τροχῶν καί ἡ ἐλάττωσις τῶν ἀδεσπότων βρεφῶν, ποῦ παρατηρεῖται, εἰς τάς ἡμέρας μας, ἀποτελεῖ σημεῖον χαρακτηριστικόν ἀνωτέρου πολιτισμοῦ καί κοινωνικῆς εὐτυχίας.
Πόσον ἀπατώμεθα, πράγματι, κάποτε!
Ὅταν ἐσκοντάφταμεν ἄλλοτε ἐπάνω στούς μυστηριώδεις, σαλεύοντας καί κλαυθμυρίζοντας μπόγους τοῦ πεζοδρομίου, ἐδιαβάζαμεν, εἰς τό συμπαθητικόν αὐτό φαινόμενον, τούς χειροτέρους οἰωνούς διά μίαν κοινωνίαν, ποῦ ἔσπειρε τούς δρόμους μέ ἀνθρώπινα βρέφη. Σήμερον τά βρέφη ἔγιναν σπάνια εἰς τούς δρόμους. Ἀλλά ἔγιναν ἀκόμη σπανιώτερα κάτω ἀπό τάς στέγας. Καί ἄν ἐξακολουθήσῃ αὐτός ὁ πολιτισμός καί αὐτή ἡ ἠθική, θά φθάσῃ πολύ γρήγορα, νομίζω, ἐποχή, κατά τήν ὁποίαν θά νοσταλγήσωμεν τόν πολιτισμόν τῶν ἀδέσποτων βρεφῶν καί τήν ἠθικήν τῶν μητέρων των. Μπορεῖ νά ἦσαν –δυστυχίαν των– κακές μητέρες. Ἀλλά ἦσαν τοὐλάχιστον, –εἶχαν ριψοκινδυνεύσῃ νά γίνουν– μητέρες.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ