« Μά, τί τό θές πιά τό “πτί καρώ”; Δῶσε το νά τό φορέσει κάνας φτωχός» μοῦ λέει ἡ κυρία.
«Μήν τό ξαναπεῖς» τῆς λέω καί χαϊδεύω τό «ντεμί σαιζόν» γκρί κοστούμι, πού τό φοροῦσα μετά τό Πάσχα καί μέχρι τῆς Ἀναλήψεως! Ὅταν, δηλαδή, δέν φοροῦσα βαριά χειμωνιάτικα οὔτε ἐλαφρά καλοκαιρινά.
Ἦταν τά ροῦχα πού φοριόντουσαν ἄνοιξη καί φθινόπωρο. Ὅταν δηλαδή ἄρχιζε ὁ καιρός νά ζεσταίνει καί νά κρυώνει. Θά μοῦ πεῖτε τώρα «Τί μᾶς λές, δέν εἶχε ὁ κοσμάκης νά φορέσει βρακί καί φανέλα καί ἐσύ μοῦ ἤθελες “ντεμί-σαιζόν”;»..
Κι ἐμεῖς μεγαλώσαμε μέ δυσκολίες, παρ’ ὅτι ὁ μπαμπᾶς ἰατρός καί ἡ μήτηρ ἐκπαιδευτικός μέ δικό της σχολεῖο. Καί τοῦτο διότι ἀφ’ ἑνός ἡ οἰκογένεια ἦταν πολυμελής (πέντε παιδιά, οἱ γονεῖς, μιά γιαγιά καί μιά ψυχοκόρη), ἀφ’ ἑτέρου ὑπῆρχε δάνειο βαρύ γιά νά ἀνεγερθεῖ τό σχολεῖο, μέ τήν κατοικία μας ἐνσωματωμένη στό ἴδιο κτήριο, ἔργο, μάλιστα, τοῦ διατελέσαντος Προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Ἀντωνίου Κουνάδη καί τοῦ συνεργάτη του καί ἀειμνήστου ἐξαδέλφου μας Τάκη Πατσουράκου!
Θαύμαζα τόν Κουνάδη ὡς ἀθλητή, νέο καί εξελίξιμο καί λίγα χρόνια ἀργότερα κατέρριψε τό ρεκόρ τοῦ Σύλλα στήν δισκοβολία καί κέρδιζε τούς Βαλκανικούς Ἀγῶνες μέ χαρακτηριστική ἄνεση.
Ὅταν, λοιπόν, ἐξωφλήθη τό δάνειο καί ἄρχισαν νά μπαίνουν χρήματα (ἀρκετά) στό σπίτι, ὑπῆρξε καί μιά σχετική ἀλλαγή στό ντύσιμό μᾶς. Κι ἔτσι, στά 17 μου, ἀπέκτησα τό πρῶτο μου κοστούμι «ντεμί-σαιζόν».
Τό θυμᾶμαι ἀκόμη, ἦταν ἕνα «πτί καρώ» γκρί μέ μικρές μαῦρες γραμμές . Εἶχε, μάλιστα, καί «ρεβέρ» στό πανταλόνι. Τό φοροῦσα πρώτη φορά τίς 25 Μαρτίου καί τό ἄφηνα στήν ντουλάπα μετά τήν 1η Ἰουνίου.
Ὁμολογῶ ὅτι καμάρωνα σάν γύφτικο σκεπάρνι ὅταν τό φοροῦσα. Μέ λευκό ὑποκάμισο καί γραβάτα ἔντονου χρώματος καί μέ ἕνα γιλέκο περίεργο, μπλέ-πετρόλ, πού μοῦ εἶχε φέρει ὁ ἀδελφός μου, ὁ ὁποῖος σπούδαζε τότε στήν Ἀγγλία.
Γιά νά «πούλ- μούρ» (πουλῶ μούρη) ,πού λέει ἡ ἐγγονή μου, ἔλεγα ὅτι «τέτοια γιλέκα φοροῦν στίς συναυλίες τους οἱ Μπήτλς καί οἱ Ἄνιμαλς». Καί, πράγματι, σέ κάποιες ταινίες πού εἴχαμε δεῖ στό σινεμά, οἱ ροκᾶδες τῆς ἐποχῆς συνήθιζαν νά φοροῦν γιλέκα.
Θυμᾶμαι ἀκόμη ὅτι ὁ φίλος μου ὁ Παναγιώτης, γιός τοῦ διάσημου στήν περιοχή μας ράφτη Πορτοκάλη, μοῦ εἶχε φέρει δύο ζευγάρια κάλτσες χρώματος ἔντονου κόκκινου, τίς ὁποῖες φοροῦσα μέ ἐκεῖνο τό κοστούμι.
«Μά, δέν πᾶνε αὐτές οἱ κάλτσες μέ ἕνα σοβαρό ροῦχο» γκρίνιαζε ἡ μητέρα μου, ἀλλά στό κορίτσι μου (ἀργότερα σύζυγο καί σήμερα γιαγιά) ἄρεσαν τά «μοντέρνα ντυσίματα». Κι ἔτσι, κυκλοφοροῦσα μέ κοστούμι ἀτσαλάκωτο, ὑποκάμισο καί γραβάτα, παπούτσι μαῦρο καί κόκκινες κάλτσες!
«Καλέ, μήπως εἶναι κρυπτο-κουκουές;» ἔλεγε ἡ μάνα μου, πού ἄκουγε «κάπα-κάπα» κι ἔβγαζε φλύκταινες, ἀλλά οὐδέποτε ξύνισε πού ὅλοι μου σχεδόν οἱ φίλοι (καί τό «ἀμόρε») προέρχονταν ἀπό οἰκογένειες ἀριστερῶν!
Τά θυμήθηκα ὅλα ἐτοῦτα χθές, καθώς κοίταζα στήν ντουλάπα τό -παρατημένο πλέον, ἀλλά ἀμετακίνητο κομμάτι τῆς ζωῆς- γκρί «ντεμί» κοστούμι, σκεπασμένο μέ τό προστατευτικό νάυλον.