«Ξαναβρῆκε ἡ πόλη τόν σφυγμό της» ἔλεγε ἡ κυρία στήν τηλεόραση, ἀναφερομένη στήν κίνηση, ἡ ὁποία ἐπανέκαμψε.
Ἀσφαλῶς, δέν ἐννοοῦσε τόν σφυγμό μιᾶς εὐρωπαϊκῆς μεγαλουπόλεως, πού κινεῖται στό τέμπο τοῦ μετρό, τῶν ποδηλάτων καί τῶν καθαρῶν καί συνεπῶν δημοσίων συγκοινωνιῶν. Οὐδεμία σχέση μέ ὅλα αὐτά ὁ χωρίς οἶκτο ἐκνευριστικός, ἐξαντλητικός, θορυβώδης καί ρυπαρός σφυγμός τῆς Ἀθήνας στίς 8.30 τό πρωί.
«Ἡ ἐπιστροφή ἀπό τίς διακοπές εἶναι σάν νά ἀλλάζεις κανάλι καί ἀπό ντοκυμανταίρ μέ παιχνιδιάρικα δελφίνια πέφτεις σέ “ριάλιτι” μέ παῖκτες πού τσακώνονται γιά μιά θέση πάρκινγκ στό Παγκράτι. Ἔχεις περάσει δύο ἑβδομάδες ἀκούγοντας τζιτζίκια καί κῦμα, ἀνεβαίνεις τήν Λεωφόρο Συγγροῦ καί σέ τρία λεπτά σέ ἔχουν ἤδη καθυβρίσει δύο μηχανάκια, σοῦ ἔχει κόψει τήν χολή ἕνα λεωφορεῖο καί ἀναθεματίζεις τήν ὥρα καί τήν στιγμή πού δέν ἔμεινες μόνιμα στό χωριό» μοῦ ἔλεγε συνάδελφος, στό γραφεῖο.
Καί ὅλο αὐτό τό ἐξαίσιο σκηνικό, μέ 35 βαθμούς ὑπό σκιάν, καυσαέριο φρέσκο καί πυκνό, σέ ἕναν ἐκκωφανστικό συνδυασμό ἤχων, κορναρίσματα, φρένα καί ἡ κυρία ἀπό τό διπλανό ὄχημα, πού ὁδηγεῖ ἐνῶ μιλᾶ στό κινητό κι ἔχει καί τσιγάρο στό στόμα.
Ὅσο κι ἄν προσπαθεῖς, δέν μπορεῖς νά συνηθίσεις αὐτό τό ἐθνικό μας σπόρ. Ἐπιστρέφεις ἀπό κάπου, ὅπου τό μοναδικό «μποτιλιάρισμα» ἦταν πέντε γαϊδουράκια στό σοκάκι, καί ξαναζεῖς τήν πρωινή κατάρα.
Σαράντα λεπτά γιά τρία χιλιόμετρα! Ὄχι πώς δέν τό περίμενες. Ἁπλῶς κάθε χρόνο κάνεις πώς τό ξεχνᾶς. Ὅπως ξεχνᾶς ὅτι πρέπει νά χάσεις βάρος, ἀλλά πληρώνεις τό γυμναστήριο καί δέν πηγαίνεις.
Ἄσε πού πάντα ζεῖς μέ τήν ψευδαίσθηση ὅτι «ἐφέτος ἡ Ἀθήνα θά εἶναι πιό ἄνετη». Κάθε χρόνο, ἡ ἴδια, χαμένη ἐλπίδα. «Ἔ, δέν μπορεῖ, τόσοι ἔφυγαν μόνιμα στήν ἐπαρχία, θά ’χει ἀδειάσει λίγο». Καί μετά, βρίσκεσαι κολλημένος στήν Ἀλεξάνδρας, σκεπτόμενος ὅτι θά χρειαζόσουν λιγώτερο χρόνο περπατῶντας καί θά ἤσουν ἤδη Ζάππειο, μέ τόν καφέ στό χέρι.
Τί νά ποῦμε; Ἄν ἦταν τό παρκάρισμα ἄθλημα, θά ἔπρεπε νά παίρνουμε μετάλλιο στούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες! Ἄχ, καλοκαιράκι στό χωριό, πού ἄφηνες τό αὐτοκίνητο κάτω ἀπό τόν πλάτανο, καί τώρα κάνεις βόλτες τριάντα λεπτά γιά μιά θέση στό Περιστέρι. Καί ὅταν τήν βρεῖς, σέ χωράει ἴσα-ἴσα καί ἱδρώνεις μέχρι νά τά καταφέρεις…
Πάει, τελείωσε ,μήν πεῖτε «ὄχι». Ἡ κίνηση τῆς Ἀθήνας εἶναι τό καλύτερο «τέστ» προκειμένου νά διαπιστώσεις πόσο πραγματικά «ξεκουράστηκες». Ἄν δέν φωνάξεις, ἄν δέν ἱδρώσεις πρίν κἄν φθάσεις στό γραφεῖο τήν πρώτη ἡμέρα, ἔχεις ἁπτή ἀπόδειξη ὅτι «οἱ διακοπές πέτυχαν!». Ἄν ὅμως μέσα στήν πρώτη ὥρα ἔχεις ἀναθεματίσει θεούς καί δαίμονες, τότε… «καλῶς ὁρίσατε στήν πραγματικότητα»…
Ὁδηγῶ σχεδόν πενῆντα χρόνια. Κάποτε ἡ ὁδήγηση ἀποτελοῦσε εὐχαρίστηση. Τώρα, εἶναι καταναγκασμός, ἀναγκαῖο κακό, σκέτη δοκιμασία. Γι’ αὐτό καί τό ἀποφεύγω, κατά τό δυνατόν. Μετρό, παρά τό στριμωξίδι, καί περπάτημα, ὅσο γίνεται. Ἡ ὁδική δοκιμασία στήν πρωινή Ἀθήνα δέν θ’ ἀλλάξει ποτέ, εἶναι βέβαιο. «Τά κεφάλια μέσα», πού λένε μερικοί…