Ἄς τό κάνουμε ὀλίγον θεατρικό. Ὁ ἀφηγητής ἀπευθύνεται στό κοινό, μέ μία βαλίτσα στό χέρι, φορᾶ ροῦχα τσαλακωμένα, καί βλέμμα «ἔλα Παναγία μου…» – Λοιπόν… Ἐφέτος εἴπαμε: Θά πᾶμε διακοπές! Ἔτσι, χωρίς ἄγχος, χωρίς προγραμματισμό. Ἕνα σάκ βουαγιάζ, τά μαγιό μας, κι ὅπου μᾶς βγάλει τό καράβι…Και τούς ἔβγαλε. Στή μέση τοῦ πελάγους.
- Του Δημήτρη Καπράνου
Τό βαπόρι γεμᾶτο, ἅπαντες μέ χαρούμενες φάτσες… ὁ ἥρωάς μας στή μέση, δίπλα σ’ ἕναν κύριο πού ἀποφάσισε νά βγάλει τά παπούτσια του. Ξαφνικά νοιώθει ὅτι ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία ἀπό ἕνα καινούργιο εἶδος σάουνας: «Ἀρωματοθεραπεία μέ ἄρωμα κάλτσας».
Ἐπί τέλους, φθάνουν ἔπειτα ἀπό κούνημα γερό καί σχετική δυσφορία. Τό νησί πανέμορφο. Μέχρι νά βροῦν τό δωμάτιο πού ’χουν κλείσει μέσῳ ἴντερνετ, πέρασαν τρεῖς ὧρες, τρία κιλά ἱδρῶτας καί τρεῖς καυγάδες μέ ἰδιοκτῆτες πού ὁμολογοῦν ὅτι «τό αἴρ κοντίσιον ἔχει χαλάσει καί πρέπει νά βολευτεῖτε μέ τόν ἀνεμιστῆρα.» Ὀγδόντα εὐρώ τήν βραδιά μέ ἀνεμιστῆρα ὀροφῆς, πού βογγᾶ σάν θῦμα τροχαίου στήν παραλιακή!
Μπαίνουν στό δωμάτιο, βλέπουν τήν θέα. Θέα στό πίσω μπαλκόνι τοῦ μανάβη. Τοὐλάχιστον θά γνωρίζουν τί ὥρα φθάνουν οἱ τομάτες καί τά ἀγγουράκια!
«Δέν πειράζει, ἤλθαμε νά ξεκουραστοῦμε» λέει ὁ πάτερ φαμίλιας δίνοντας τόπο στήν ὀργή… Μία ὥρα μετά, ἀκοῦν θορύβους λές καί βρίσκονται στήν Πανεπιστημίου ὅταν τήν ἔσκαβε ὁ Μπακογιάννης! Κομπρεσέρ ἀπ’ ἔξω, τουρίστες ἀπό ἐπάνω, κι αὐτοί στήν μέση νά σκέφτονται ὅτι στό σπίτι τους, στοῦ Γκύζη, ἦταν ὅλα πιό ἥσυχα…
Καί ἀποφασίζουν, τό πρωί, νά πᾶνε στήν παραλία. Τρεῖς ξαπλῶστρες δείχνουν ἐλεύθερες. Κι ὅμως! Ἡ μία καπαρωμένη ἀπό ζευγάρι, πού πῆγε γιά καφέ στίς 8 τό πρωί καί θά γυρίσει τό ἀπόγευμα, ἡ ἄλλη ἀπό ἕναν κύριο πού θά ἔλθει ἀργότερα, καί ἡ τρίτη ἀπό μιά κυρία ἀπό τήν Ἀγγλία…
«Καλύτερα, γλυτώσαμε τό τριαντάρι, θά τά φᾶμε τό βράδυ στά σουβλάκια», λέει ὁ πατήρ, καί μέ τήν συμβία καί τό τέκνον πηγαίνουν πρός τά βραχάκια. «Ἐδῶ δέν ἔχει ξαπλῶστρες, ἀλλά εἶναι δωρεάν» ἀποφαίνεται ἡ μαμά, πού στρώνει ἀμέσως πετσέτα γιά τόν κανακάρη της, γιά τόν ἑαυτό της καί ἀνακαλύπτει ὅτι …πῆρε μαζί της μόνο δύο πετσέτες!
Καί ὁ μπαμπᾶς κάθεται στά βράχια (δηλαδή σέ ἀναμμένα κάρβουνα) καί περιμένει νά κολυμπήσουν ἡ μαμά καί ὁ κανακάρης, καθ’ ὅτι κάποιος πρέπει νά φυλάει τά ροῦχα…
Κι ὅταν, ἐπί τέλους, βγαίνουν ἀπό τό νερό, ἐκεῖνος ἔχει ἤδη γίνει κουδούνι ἀπό τόν ἥλιο καί βουτᾶ στήν θάλασσα γιά νά δροσίσει τό ταλαίπωρο κορμί του, σκεπτόμενος ὅτι στό γραφεῖο εἶχε καί αἴρ κοντίσιον εἶχε καί καφεδάκι πού ἔφτιαχνε μόνος του, εἶχε καί τήν ἡσυχία του…
Καί περνᾶ ἡ ἑβδομάδα καί ἐπιστρέφουν –σῶοι εὐτυχῶς– στό σπίτι. Μέ ἕνα κεφάλι καμένο ἀπό τόν ἥλιο, δύο τεράστια τσιμπήματα ἀπό κουνούπια γιά ἐνθύμιο, καί τό ἀπαραίτητο συμπέρασμα: Οἱ καλύτερες διακοπές… εἶναι ὅταν ἐπιστρέφεις καί λές «ἐπί τέλους, στό σπίτι μου!»