Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ, πρίν ἀπ’ ὅλα, νά ἐξάρω τήν ἀπόφαση ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀγνόησαν τίς ὅποιες πιέσεις καί κάλεσαν τόν Θεόδωρο Κουρεντζῆ νά διευθύνει Μάλερ στήν Ἐπίδαυρο.
Νά διευθύνει Μάλερ καί νά μιλήσει μέ τόν δικό του τρόπο γιά τά νεκρά παιδιά, ὅπου γῆς, καθώς ξημέρωνε ἡ εἰκοστή Ἰουλίου, ἀποφράς ἡμέρα τῆς εἰσβολῆς τῶν ὀρδῶν τοῦ Ἀττίλα στήν Κύπρο.
Νά διευθύνει Μάλερ μέ τήν δική του ὀρχήστρα τῆς Οὐτοπίας, μακρυά ἀπό προκαταλήψεις καί στρατόπεδα, ἀποδεικνύοντας ἐμπράκτως ὅτι ἡ Τέχνη δέν φιμώνεται… Ναί, ὁ Κουρεντζῆς ζεῖ καί ἐργάζεται στήν Ρωσσία. Καί λοιπόν; Ζεῖ καί ἐργάζεται στήν Ρωσσία τοῦ Τσαϊκόφσκυ, τοῦ Σοστακόβιτς, τοῦ Προκόφιεφ, τοῦ Μουσόργκσκι, τοῦ Ραχμάνινοφ, τοῦ Ρίμσκι-Κόρζακωφ. Γιατί νά μήν εἶναι ὅλων αὐτῶν τῶν μεγάλων ἡ Ρωσσία καί νά εἶναι «τοῦ Πούτιν»; Γιατί νά μήν αἰσθάνεται εὐγνώμων ἕνας νεαρός Ἕλληνας, ἀπό τήν Καισαριανή, πού ἄρχισε νά ὀνειρεύεται στήν Ἑλλάδα καί ἡ Ρωσσία τοῦ ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά ἀνοίξει τά φτερά του μέχρι τόν οὐρανό;
Καί τά εἴδαμε τά φτερά, τά χέρια του, πού κάποιες στιγμές γίνονταν κλαδιά ἑνός εὐλύγιστου δέντρου καί κάποιες ἄλλες φτερά ἀετοῦ, πού ἄνοιγαν καί σκέπαζαν καί πηγαινόφερναν τήν ὀρχήστρα ἠχητικά καί σωματικά, ἀναλόγως πρός τίς κινήσεις τοῦ ἀπολύτου κυριάρχου πού πετοῦσε στό πόντιουμ.
Ὄχι, ὅταν ὑπάρχει ἡ μουσική, ὅταν ὑπάρχει ὁ ἐμπνευσμένος ἀρχηγός καί ἡ «κουμπωμένη» ἐπάνω του ὀρχήστρα, δέν θά σκεφθῶ τόν Πούτιν καί τίς «κυρώσεις». Γιά σκέψου, οἱ …Γερμανοί φίμωσαν τόν Κουρεντζῆ, ἐπειδή ἐργάζεται στήν Ρωσσία! Οἱ Γερμανοί, τῶν καμένων βιβλίων, τῶν θαλάμων ἀερίων καί τοῦ Ἄουσβιτς, οἱ Γερμανοί πού «ἔφτιαξαν» τόν Πούτιν προσδένοτάς μας ὅλους στό ἐνεργειακό του ἅρμα! Δέν εἴμαστε καλά!
Ἄς εἴμαστε εὐγνώμονες στούς Θεούς, πού ἔστειλαν αὐτό τό παιδί, πού γνωρίσαμε πρίν ἀπό εἴκοσι χρόνια, καί διαισθανθήκαμε τό ποῦ μποροῦσε νά φθάσει! Ἐκεῖνον τόν παράξενο νέο, μέ τά «Γκόθικ» χαρακτηριστικά καί τό «μέταλ» ντύσιμο, πού ἔκρυβε μέσα του τήν ἀπόλυτη εἰλικρίνεια ἀπέναντι στούς μεγάλους κλασσικούς, τούς ὁποίους (μέ τήν ἄδειά τους, εἶμαι βέβαιος) προσήρμοζε στά δικά του μέτρα, στίς δικές του κινήσεις, στό δικό του «Dance macabre»… Θά μοῦ μείνουν ἀξέχαστες οἱ στιγμές πού περάσαμε στήν Μόσχα, πρίν ἀπό εἴκοσι χρόνια, τότε, πού ἦταν ἐκεῖ δημοφιλέστερος καί ἀπό τούς Μπήτλς! Ἔβλεπα τήν ἐξέλιξη καί τό εἶχα σημειώσει…
Κι ἄν ἔκλεινες γιά μιά στιγμή τά μάτια, τό βράδυ τοῦ Σαββάτου στήν Ἐπίδαυρο, καθώς ὑψώνονταν στόν οὐρανό οἱ γελαστοί θρῆνοι τῶν νεκρῶν παιδιῶν τοῦ Μάλερ, περνοῦσαν μπροστά σου, σέ παλιά, μαυρόασπρη κόπια, ὅλα τά νεκρά παιδιά τῶν πολέμων, τά ὁποῖα σοῦ ἔδειχνε μέ τά μαγικά του χέρια ἐκεῖνος, ὁ Θεόδωρος Κουρεντζῆς, πού ἔχει πλέον πετάξει πάνω ἀπό προκαταλήψεις καί ἰδεοληψίες καί ἔχει ἀφήσει πίσω του καί ἐμᾶς καί ὅλους τούς δῆθεν, πού πουλοῦν εὐαισθησίες ἀ-λά-κάρτ μέ τήν ἴδια εὐκολία πού αὔριο μπορεῖ νά ὑποστηρίζουν ἀκριβῶς τά ἀντίθετα.
Ὁ Κουρεντζῆς, τό βράδυ τοῦ Σαββάτου, μᾶς ἔδειξε πόσο Ἕλληνας μπορεῖ νά γίνει ὁ Μάλερ, πόσο Ἕλληνες μποροῦν νά γίνουν οἱ ἑκατό μουσικοί τῆς ὀρχήστρας του, πού προέρχονται ἀπό πολλές πατρίδες καί ἔχουν κοινή θρησκεία καί Εὐαγγέλιο τό πεντάγραμμο.
Κι ὅταν πήραμε τόν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ, ἤρεμος, γεμᾶτος, ἀνακουφισμένος, θυμόμουν τά λόγια τοῦ Ἔριχ φόν Ντένινκεν, ὅταν τοῦ εἶχα πάρει συνέντευξη μέ ἐντολή τῆς Ἑλένης Βλάχου.
«Μά, ἐσεῖς εἶστε Ἕλληνας. Πῶς καί δέν καταλαβαίνετε; Πῶς εἶδαν οἱ πρόγονοί σας τό σημεῖο; Πῶς τό ἐπέλεξαν καί δημιούργησαν στήν Ἐπίδαυρο ἕνα θέατρο μέ μοναδική στόν κόσμο ἀκουστική καί ὅρισαν ἐκεῖ τό Ἀσκληπιεῖο πού θεράπευε πᾶσαν νόσον; Ἀπό ψηλά τό εἶδαν καί τό ἐπεσήμαναν, φίλτατε. Ἀπό ψηλά»! Αὐτό σκεπτόμουν, ἔχοντας στό μυαλό μου τούς ἤχους τῆς μουσικῆς τοῦ Μάλερ καί τά κύματα πού ἔστελνε ψηλά, στόν κόσμο τοῦ ἀπείρου, ὁ Θεόδωρος Κουρεντζῆς, τό Ἑλληνόπουλο ἀπό τήν Καισαριανή…