Εἶναι κάποιες στιγμές, γεμᾶτες εἰρωνεία, πού μπροστά τους ἡ Ἱστορία σηκώνει τά χέρια ψηλά.
Μία τέτοια στιγμή μᾶς χάρισε προσφάτως ἡ εἴδηση ἀπό τήν Γαλλία. Ἄγνωστοι «Ροκαμβόλ» ἅρπαξαν ἀντικείμενα ἀνυπολόγιστης ἀξίας ἀπό τό Λοῦβρο πού, εἰρωνείᾳ τῆς τύχης, ἦταν ἤδη γεμᾶτο… κλοπιμαῖα!
Ναί, οἱ Γάλλοι, οἱ πρῶτοι διδάξαντες τήν «πολιτισμική λεηλασία» ἔπεσαν θύματα τῆς ἴδιας τέχνης πού οἱ πρόγονοί τους εἶχαν διδάξει στά πέρατα τοῦ κόσμου.
Τό Παρίσι –μητρόπολη τοῦ φωτός, τῶν τεχνῶν καί τῆς πολιτιστικῆς ἁρπαγηκτησίας– φιλοξενεῖ μέγαρα τεράστια, γεμᾶτα ἑλληνικά, αἰγυπτιακά καί ἀφρικανικά ἔργα, πού βρέθηκαν ἐκεῖ ὡς «πλιάτσικο» ἤ ὡς προϊόντα ἁρπαγῆς. Τό ἴδιο καί ἄλλα Μουσεῖα, στό Λονδῖνο, τό Βερολῖνο, τήν Νέα Ὑόρκη. Ἀπό τίς Καρυάτιδες καί τά μαρμάρινα ὑπέροχα ἀρχαιοελληνικά γλυπτά, μέχρι τίς σαρκοφάγους καί τίς μάσκες ἀφρικανικῶν φυλῶν, οἱ ἀποικιοκράτες τοῦ 18ου καί 19ου αἰῶνος τά μάζεψαν ὅλα, στό ὄνομα τῆς ἐπιστήμης, τῆς τέχνης καί –ἄς μήν κοροϊδευόμαστε– τῆς ἐξουσίας.
Καί τώρα; Κάποιοι πιό σύγχρονοι, ἴσως λιγώτερο ρομαντικοί «συλλέκτες», μπῆκαν, ἅρπαξαν ὅ,τι μποροῦσαν καί ἐξαφανίσθηκαν. Οἱ Γάλλοι ἔμειναν ἄναυδοι, οἱ δημοσιογράφοι ἀναρωτήθηκαν πῶς εἶναι δυνατόν νά συμβεῖ κάτι τέτοιο, καί οἱ ὑπεύθυνοι ἀσφαλείας τοῦ Λούβρου σήκωσαν τά χέρια. Οἱ κλέφτες τῶν κλεμμένων, λοιπόν, ἔδωσαν ἕνα μάθημα πού κανείς ἱστορικός δέν θά μποροῦσε νά δώσει μέ τέτοια δύναμη! Ἡ λεία τοῦ ἑνός ἔγινε λεία τοῦ ἑπόμενου.
Βέβαια, κάποιοι θά μιλήσουν γιά «κλοπή πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς», ἄλλοι θά ἀποφανθοῦν ὅτι τά κλαπέντα «πρέπει νά ἐπιστραφοῦν στήν ἀνθρωπότητα.» Σέ ποιά ἀνθρωπότητα; Σέ ἐκείνη πού ὅταν ἡ Ἑλλάδα ζητᾶ πίσω τά γλυπτά τοῦ Παρθενῶνος, ἀκούει κάτι ἀηδίες γιά «παγκόσμια κληρονομιά πού ἀνήκει σέ ὅλους»; Ἀλήθεια, πῶς αἰσθάνονται τώρα οἱ φύλακες τῶν κλοπιμαίων;
Τό ἀστεῖο, μᾶλλον τό τραγικά εἰρωνικό, εἶναι ὅτι ἡ πράξη αὐτή δέν ἀλλάζει σχεδόν τίποτα. Τά κλεμμένα ἀντικείμενα ἀλλάζουν ἁπλῶς χέρια, ὄχι μοῖρα. Ἀπό τίς ἀποικιοκρατικές ἁρπαγές στίς μαφιόζικες, ἀπό τά πλοῖα τοῦ Ναπολέοντος καί τοῦ Ἐλγίνου, στήν σκοτεινή ἀγορά τοῦ διαδικτύου. Τό μόνο πού μένει ἴδιο εἶναι ἡ ἀλαζονεία τοῦ ἀνθρώπου πού πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά κλέψει τήν Ἱστορία.
Κι ὅμως, μέσα στήν παραδοξότητα τῆς εἰδήσεως, ὑπάρχει κάτι λυτρωτικό. Ἴσως, γιά πρώτη φορά, οἱ Εὐρωπαῖοι νά ἔνοιωσαν στό πετσί τους τί σημαίνει νά σοῦ παίρνουν κάτι δικό σου. Ἴσως, γιά λίγα δευτερόλεπτα, νά πέρασε ἀπό τό μυαλό τους ὅτι ἔτσι ἔνοιωσαν καί αἰσθάνονται ἀκόμη οἱ λαοί τῶν ὁποίων τά ἱερά καί τά ἔργα τέχνης κοσμοῦν τίς αἴθουσες τοῦ Λούβρου καί ἄλλων Μουσείων.
Δέν εἶναι βέβαιο ὅτι τό κατάλαβαν. Ἀλλά ἄν ὑπάρχει θεία δίκη στήν Ἱστορία τῆς Τέχνης, αὐτή θά μοιάζει κάπως ἔτσι: «Ὁ κλέψας τοῦ κλέψαντος! Καιρός νά ἐπιστρέψουν ὅλα τά πολιτισμικά κλοπιμαῖα στόν φυσικό τους χῶρο».
Κι ἐκεῖνος ὁ λεμές, ὁ διευθυντής τοῦ Βρεταννικοῦ Μουσείου, πού διέθεσε τήν αἴθουσα τῶν κλεμμένων γλυπτῶν τοῦ Παρθενῶνος γιά πάρτυ «εὐγενῶν» λεμέδων, καλά θά κάνει νά γνωρίζει ὅτι κάποια στιγμή θά ἔλθει ἡ ὥρα τῆς κρίσεως.